Φλέβιζε… κι η αγάπη «φλέβιζε» τις φλέβες μου…

της Καρίνας Ιωαννίδου


Την φώναζαν Στόρμυ. Ένα όνομα που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονταν να ταιριάζει στην προσωπικότητά της. Ήτανε ήσυχη, γαλήνια, όμως, με ένα τρόπο μαγικό κατάφερνε μέσα από τη σιωπή της να σκορπάει την καταιγίδα. Είχα αποφασίσει να γίνω ο «Ρωμαίος» της. Δεν ήταν αυτό που λέμε «κλασική ομορφιά». Ήταν διαφορετική αλλά και μοναδική. Κι αυτό ήταν που μου κέντρισε την προσοχή. Ήταν new entry. Δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Την έβλεπες μια φορά και σου έμενε η εικόνα της. Είχε «σημαδέψει» την περιοχή της κι απαγόρευε την πρόσβαση σε κάθε αρσενικό εισβολέα. Έμενε για ώρες σιωπηλή, απόμακρη. Δεν γκρίνιαζε, δεν δυσανασχετούσε ποτέ. Ήτανε cool ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Ήταν προφανές -τουλάχιστον σε εμένα- πως κάτι σχεδίαζε, κάτι περίμενε αγόγγυστα, υπομονετικά. Δεν ενέδιδε σε φλερτ αλλά πρόσεξα πως εμένα με κοιτούσε επίμονα όταν πίστευε πως δεν την βλέπω ή μήπως ήξερε πως βλέπω κι έκανε «παιχνίδι»; Μία μέρα μου μίλησε…

-Με κοιτάς. Θέλεις να μου πεις κάτι;

-Σου το λέω κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή αλλά απάντηση δεν παίρνω.

-Απάντηση; Σε τί;

-Θέλεις να γίνεις το κορίτσι μου;

-Αυτό δεν «παίζει»! Τί μέλλον θα έχουμε μαζί;

-Δεν σκέφτομαι το μέλλον γιατί δεν ξέρω καν τι σημαίνει μέλλον. Σου μιλάω για σήμερα, για τώρα. Μου αρέσει τρελά το άρωμα σου. Ένα γύρω βρομάει ξινίλα, ποδαρίλα… Αλλά, εγώ δεν μυρίζω οσμές. Μυρίζω ψυχές…

-Μυρίζομαι πως εκεί έξω υπάρχει κάτι διαφορετικό, το ονειρεύομαι κι ας μην γνωρίζω τι είναι. Βλέπω, ακούω, παρατηρώ, οσφραίνομαι την ευτυχία μακριά από δω.

-Τί είναι ευτυχία για σένα;

– Ελευθερία, αγάπη, ζεστασιά, ασφάλεια. Για σένα;

– Μια μπριζόλα ζουμερή με κόκκαλο στα δύο, για σένα και για μένα, μισή – μισή.

-Είσαι «περιορισμένης πραγματικότητας», χωρίς στόχο, χωρίς πλάνο ζωής.

-Πεινασμένος είμαι… για σένα…

-Γεμίσαμε «Ρωμαίους». Πώς σε λένε;

-Λένιν.

-Α χα! Και μαύρος και κομμουνιστής! Κελεπούρι, με λίγα λόγια.

Σας το είπα. Ήταν διαφορετική. Δεν είχα γνωρίσει άλλη σαν κι αυτήν. Με ρούμπωνε με κάθε ευκαιρία. Ζούσαμε βιζαβί κι απεναντίας, εγκλωβισμένοι σε ένα παρόν που δεν μας επέτρεπε να αγγιζόμαστε αλλά που δεν μπορούσε να μας σταματήσει από το να αγαπιόμαστε. Απλά, βαθιά, αληθινά. Ήξερα πως τα πρωινά ήταν ανάποδη γι΄ αυτό και της σφύριζα το τραγούδι μας που πήγαινε κάπως έτσι: “A little bird told me | As little birds do | A storm is coming, coming for me and you” … Με κοιτούσε, αλληθώριζε, στράβωνε το στόμα της, γρύλιζε απαλά κι απ΄ τη στάση του σώματός της καταλάβαινα πόσο έτοιμη ήταν να μου παραδοθεί. Αυτό για μένα ήταν ευτυχία!

Ανταλλάξαμε όρκους αγάπης…

-Υπόσχομαι να είμαι η ζεστασιά σου στο κρύο και το καταφύγιό σου στην καταιγίδα.

-Υπόσχομαι να σε ακούω, ακόμα και όταν λες χαζομάρες.

-Υπόσχομαι να αγαπώ την πλακουτσωτή σου μύτη, το διπλοσάγονο, τις ζάρες, τις ρυτίδες σου.

-Υπόσχομαι να σε ανέχομαι, κι ας τραγουδάς φάλτσα αλλά όταν λέω ανέχομαι, δεν εννοώ βέβαια να γεμίζεις τον τόπο τρίχες κι εγώ να τρέχω να τις μαζεύω…

Είμασταν τόσο διαφορετικοί κι αταίριαστοι. Κάθε φορά που την έβλεπα να γελά μαζί μου, ένιωθα κάτι πολύ δυνατό, και έμαθα να γνωρίζω διαφορετικές πτυχές της, να εκτιμώ όλες τις ανορθόδοξες εκδηλώσεις της αγάπης της. Αυτή η «καταιγίδα» ερχότανε, ομόρφαινε τη ζωή μου, της έδινε νόημα.

Μία μέρα ξύπνησα ανήσυχος. Είχα κάνει κακό ύπνο. Άνοιξα τα μάτια μου να συναντήσω το βλέμμα της. Δεν ήταν εκεί. Την έψαξα, μύρισα τον αέρα, τίποτα! Ήμουνα μπουκωμένος από κρύωμα και δεν μύριζα; Τυφλός από αγάπη και δεν έβλεπα; Δεν ήταν απέναντι, δεν ήταν πουθενά. Έφυγε! Πώς; Γιατί; Ρώτησα τους άλλους. Μου απαντούσαν με μισόλογα. Το βέβαιον είναι ότι έφυγε χωρίς τη θέλησή της! Αυτό με εξόργισε. Δεν χάνονται έτσι οι αγάπες κλαψούρισα και εκείνη τη στιγμή ορκίστηκα να δραπετεύσω, να ακολουθήσω τη μυρωδιά της, που τώρα πια ήταν από μνήμης…

Φλέβιζε κι η αγάπη «φλέβιζε» τις φλέβες μου… Πέρασαν μήνες, χρόνια κι εγώ δραπέτης, λαθραίος, αδέσποτος γερνούσα στα πεζοδρόμια με την ελπίδα και την ξαναδώ.

Φλέβιζε… Η μυρωδιά του κρύου που κινούνταν αργά, περνούσε μέσα απ΄ τους υποδοχείς της μύτης μου… Το αίμα μου πάγωνε. Περιφερόμουνα μόνος σε μια πόλη παγωμένη, αφιλόξενη, ψάχνοντας στα σκουπίδια για τροφή. Κάποιοι περαστικοί μου σφύριζαν, χλεύαζαν την εικόνα μου και εγώ τότε κάκιωνα. «Λύκος» γινόμουνα έτοιμος να επιτεθεί σε αυτούς και σε κάτι «κοκκινοσκουφίτσες» που με σκουφιά κατεβαστά ως τα μάτια με λοξοκοίταγαν με αποστροφή και μετά προσπερνούσαν, σηκώνοντας με το ένα χέρι την άκρη από το μακρύ παλτό τους, μη και λεκιάσει, ενώ με το άλλο χέρι σκέπαζαν τη μύτη τους, μη και ….

Εννοείται πως έζεχνα, ο «βρομύλος». Μόνον που εγώ «έζεχνα» πείνα, δυστυχία, εγκατάλειψη, ενώ εκείνοι «έζεχναν» αδιαφορία, ασπλαχνία, σκληρότητα… Υπήρχε το δίχως άλλο μια ατυχής αλληλεπίδραση οσμών μεταξύ μας. Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Όλα τα στοιχεία προμήνυαν πως άλλη μία εφιαλτική νύκτα έφτανε…

Κρύα νύχτα, κρύο δέρμα, κρύο αίμα, χρόνος κρύος… Κουλουριάστηκα πάνω σε ένα αυτοσχέδιο στρώμα από μουχλιασμένο χαρτόνι. Οι σκέψεις μου κρυστάλλωσαν, οι αισθήσεις μου πάγωσαν. Αποκοιμήθηκα; Δε θυμάμαι…

Αυτό που θυμάμαι, όταν άνοιξα τα μάτια μου, τσιμπλιασμένα με σταλακτίτες της νύχτας, είναι τη μυρωδιά της να απλώνεται ένα γύρω στο τετράγωνο. Η οσμή της κάλυψε κάθε άλλη φυσική, τεχνητή, συνθετική. Η αύρα της δημιούργησε μια γνωστή μελωδία στο μυαλό μου. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου και συνάντησα το δικό της ένιωσα την καρδιά μου να θροΐζει. Από μακριά ακούστηκαν συνθήματα από μία πορεία αναρχικών «No solution, revolution». Της μίλησα…

-Τι με θωρείς ακίνητη;

-Δεν σε θωρώ, καημένε. Αλλήθωρη είμαι.

-Ε, ναι, τα μάτια σου αλληθώρισαν προς τα καλά και συμφέροντα.

-Έχουμε γνωριστεί;

-Προσποιείσαι ότι δεν θυμάσαι ή μήπως άλλαξα τόσο πολύ που πραγματικά δεν με θυμάσαι;

-Δεν σε έχω ξαναδεί, λέμε!

-Είμασταν ζευγάρι κάποτε.

-Σιγά, μην είμασταν και «σύντροφοι». Ο κομμουνιστής δεν είσαι; Εγώ, τώρα πια είμαι καπιταλίστρια.

-Ανταλλάξαμε όρκους κάποτε…

-Δε θυμάμαι.

-Έχεις άλλο αγόρι;

-Τί να το κάνω το αγόρι. Τώρα έχω αφεντικό!

-Αφεντικό; Αφεντικά έχουν οι δούλες όχι οι κυράδες.

-Εξυπνάδες!

-Έφυγες χωρίς να με αποχαιρετήσεις.

-Δεν ήταν δική μου απόφαση. Τί Θέλεις; Γιατί εμφανίστηκες πάλι στη ζωή μου βασανιστ-ά;;;»

-Εσένα! Έμεινα πίσω να μετρώ ό,τι απόμεινε μετά την καταιγίδα…

-Οι ποιητές πεθαίνουν στην ψάθα. Σε προτιμούσα πεζό και ρεαλιστή, κοκκαλιάρη μου.

«Στόρμυ» ακούστηκε η φωνή του αφεντικού της, Μπες στο αμάξι! Τώρα! Της άνοιξε την πόρτα του πολυτελούς τζιπ του κι εκείνη υπάκουα πήδηξε μέσα. Μετά στάθηκε όρθια, ακούμπησε τα μπροστινά της πέλματα στο τζάμι, με κοίταξε και μου γαύγισε δυνατά «μη με ακολουθήσεις, Λένιν»…

Κι έφυγε. «Κανένας δεν θα σε αγαπήσει όπως εγώ» πρόλαβα να της φωνάξω αλλά το τζιπ είχε ήδη απομακρυνθεί. Σιωπή. Γαμώτο μετάνιωσα που δεν την ακολούθησα… αφού ξέρω ότι πάντα λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί…

Όταν με περιμάζεψε, γέρο κι ανήμπορο πια, η φιλοζωική και με «μάντρωσε» σε ένα καταφύγιο σκύλων, κάνοντας τον απολογισμό μου, κατέληγα πάντα πως το μοναδικό γκολ στη ζωή μου ήταν που με πρόσεξε εκείνη. Αυτά σκεφτόμουνα και δεν ξέρω αν τα γερατειά δημιουργούν παραισθήσεις αλλά νομίζω πως την είδα, την μύρισα, την αναγνώρισα. Γριά πια κουλουριασμένη κι ακατάδεκτη, δεν δεχότανε πια φαΐ, μου είπανε. Την Πλησίασα…

– Στόρμυ, γιατί είσαι εδώ;

-Δεν βλέπω καλά, ποιος είσαι; Αλλά, όποιος κι αν είσαι, δεν σε αφορά καθόλου αν το αφεντικό μου έφυγε στο εξωτερικό και με πέταξε στο δρόμο γιατί θα ήμουνα «υπέρβαρη» για τις «αποσκευές» του.

-Εμένα, δεν αφορά; Εμένα, ό,τι έχει να κάνει μαζί σου με αφορά…

-Ακόμα βρε γυφτάκο, μπίχλα, γεροξεκούτη, κομμουνιστή;

-Ακόμα, γριά σαφρακιασμένη, μουχρίτσα, γιατί μην ξεχνάς πως κάποτε αγαπιόμασταν. «O bella ciao, bella ciao, bella ciao, ciao, ciao…»

-Πού τα έμαθες αυτά τα επαναστατικά;

-Στις πορείες, «Μπέλα»…

-Μου αρέσει όπως τραγουδάς …

Τελικά, εκτός από τυφλή ήτανε και κουφή πια, όπως ο Έρωτας! Κουλουριαστήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, αποκοιμηθήκαμε. Ακόμα Φλέβιζε…


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθροΚ. Μαυρίδης: Το κατοχικό καθεστώς ενεργεί με χιτλερικές μεθόδους στο Ριζοκάρπασο
Επόμενο άρθροΝίκος Ανδρουλάκης: «Ένας χρόνος είναι μεγάλο διάστημα για να μην έχει γίνει τίποτα απ’ όσα οφείλουμε να κάνουμε ως Πολιτεία»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ