Καλή Σαρακοστή συναιχμάλωτοι και καλή λευτεριά…

Του Μιχάλη Στρατάκη

Κοντοσιμώνει η Καθαροδευτέρα κι ο νους μου από ντα δα σκαλωμένος είναι σ’ αυτή τη βλοημένη μέρα.
Γιατί, σφραγισμένη την έχει τη ζήση μου με θύμησες που δεν ξεχνιούνται, μήτε και καταπλακώνονται από κάθε λογής καταναλωτικά μπιχλιμπίδια και ξενόφερτα μασκαραλίκια.

Την Καθαρά Δευτέρα δεν την ζούσαμε απλά.
Την απολαμβάναμε.
Τη γλεντούσαμε.
Μας συνέπαιρνε τόσο το θρησκευτικό, όσο και το πολυγευστικό περιεχόμενό της. Κυρίως το δεύτερο.
Συνέβαλλε σ’ αυτό ο ίδιος ο Θεός.

Η φύση.
Η προγιαγιά όλων των Κρητικών, η Παντοκρατόρισσα Θεά των Όφεων, η Θεά Γη, ήταν η οικοδέσποινα αυτή τη μέρα.
Η χάρη της φρόντιζε να βρίσκονται στο τραπέζι μας όλα όσα έπρεπε να βρίσκονται.
Όλα τα πρωτόφαντα καλούδια της άνοιξης.
Ακόμα και σήμερα, στη θύμηση της Καθαράς Δευτέρας, οι σιελογόνοι αδένες μου βρίσκονται σε εγρήγορση και σε διαρκή μαρτυρία της λαχτάρας μου.
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, ξυπνά εντός μου ο αρχάνθρωπος

Ετεοκρής προπάππους μου.
Ονειρεύομαι να ξαμοληθώ πάλι στα χωράφια, για να δρέψω τρυφερούς βλαστούς γαϊδουράγκαθων. Να κάτσω καταγής και να ματώσω τα δάχτυλά μου καθαρίζοντάς τους. Και μετά, να κλείσω τα μάτια και να αφήσω την ψυχή μου να ψηλοπετάξει, γευόμενος τη θεία γεύση του φυτού.
Τέτοιες μέρες έχουμε και τις πρώτες άγριες αγκινάρες. Κι αν δεν υπάρχουν αγκινάρες, υπάρχουν τα αγκιναρόφυλλα. Δύσκολα στο καθάρισμα, αλλά υπέροχα στη γεύση. Με ξύδι και χοντρό αλάτι. Μεγαλείο.
Από τα πρωτόφαντα μαρούλια, τρώγαμε μόνο την καρδιά. Την καρδιά και τη ρίζα. Πρασίνιζαν τα δόντια μας από τα πολλά μαρούλια. Αλλά όσα και αν τρώγαμε, θέλαμε να φάμε κι άλλα.Δεν ήταν τόσο η γεύση τους. Η τρυφεράδα τους και η δροσιά τους μου άρεσαν.
Από κοντά και τα λουμπούνια. Όποιος δεν έχει αισθανθεί να πρίζεται η κοιλιά του από τα λουμπούνια, δεν ξέρει τι σημαίνει Καθαρή Δευτέρα. Τα πρώτα λουμπούνια τα καταβρόχθιζα σύφλουδα. Σαν στραγάλια. Η πείνα γαρ. Μόλις άρχιζα να καταλαγιάζω την πείνα μου, άρχιζα και να καθαρίζω τα λουμπούνια, πριν τα βάλω στο στόμα μου.
Ο χαλβάς του μπακάλη, αποτελούσε επίσης απαραίτητο έδεσμα και χαρακτηριστικό στοιχείο της Καθαρής Δευτέρας.
Χαλβάς και φρεσκοφουρνισμένο ψωμί. Να κολλούν και τα δύο στο στόμα σου και να εύχεσαι να μη ξεκολλήσουν ποτέ!
Στις καλές εποχές, στο τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας υπήρχαν και καλαμάρια. Από αυτά της κονσέρβας. Με μπόλικο λεμόνι και αλάτι, γινόταν απίθανος μεζές. Μεζές για κρασί και ρακή.
Από το τραπέζι δεν εξελείπανε και τα πρωτόφαντα χλωροκούκια, μα κι αν δεν είχαμε από δαύτα, μια χαρά ήτανε και τα βρεχτοκούκια.
Κι από δίπλα, οι απαραίτητες παπούλες, συντροφιά με τις κουκοκορφάδες.
Αραιά και πού, υπήχε και ταραμάς, μα όχι σαν κι αυτόν του εμπορίου, που ‘ναι άνοστος, αλλά σασμένος από τα χέρια των γυναικών, που εκαταχτυπούσανε τα ψαραβγά στο χαβάνι με τις ώρες και τα κολυμπούσανε στο λιόλαδο και στα καρύδια.

Αυτό ήταν το τραπέζι μας κάθε Καθαρή Δευτέρα.
Η φύση στο τραπέζι και οι αγαπημένοι μας άνθρωποι γύρωθε του.
Όσο και αν προσπαθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ Καθαρή Δευτέρα σε όλη εκείνη τη γνήσια ζωή μου, που να είδα κάποιον γύρω μου που να μη χαμογελά.
Το χαμόγελο των ανθρώπων ήταν ένα, ακόμη, χαρακτηριστικό γνώρισμα της Καθαρής Δευτέρας.
Ίσως γιατί αυτό το χαμόγελο ήταν ριζωμένο δίπλα στο σταμναγκάθι, δίπλα στην αγκινάρα και δίπλα στο γαϊδουράγκαθο.
Ίσως γιατί το χαμόγελο δεν το αγοράζαμε, όπως κάνουμε σήμερα. Ούτε το αντιγράφαμε από τους σταρ της τηλεόρασης.

Απ’ όλα ετούτα της φύσης τα χαρίσματα έχω στο χωράφι μου και όπου να ‘ναι θα πορίσω να ντακάρω να μαζώνω.
Εκείνο που δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω να ξαναβρώ, είναι το χαμόγελο.
Εκείνο το αρχέγονο χαμόγελο, που φυτρώνει μόνο δίπλα στη ρίζα της αγκινάρας, του μαρουλιού και του γαϊδουράγκαθου.

Καλή Σαρακοστή συναιχμάλωτοι και καλή λευτεριά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ