Πρόταση μομφής: Χαμένοι και κερδισμένοι;

του Κωνσταντίνου Γκιουλέκα

Πρόταση μομφής κατέθεσε η Αντιπολίτευση εναντίον της Κυβέρνησης, με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών. Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος η πρόταση μομφής ή, αλλοιώς, η πρόταση δυσπιστίας, που είναι το ισχυρότερο όπλο στα χέρια της Αντιπολίτευσης, συζητείται αμέσως μόλις κατατεθεί ή μέσα σε 48 ώρες από την κατάθεσή της, επί τριήμερον και ακολουθεί ονομαστική ψηφοφορία στην Ολομέλεια της Βουλής, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν, τελικά, η πλειοψηφία των βουλευτών διατηρεί ή αναιρεί την εμπιστοσύνη της προς την Κυβέρνηση. Η κατατεθείσα πρόταση θα οδηγήσει προφανώς σε ψήφο εμπιστοσύνης υπέρ της Κυβέρνησης, αφού οι 158 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας θα υπερψηφίσουν τα μεσάνυχτα της Πέμπτης και θα ανανεώσουν την εμπιστοσύνη στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την Κυβέρνησή του.

Γιατί, λοιπόν, επέλεξαν τώρα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης να προχωρήσουν σε μια τέτοια πολιτική ενέργεια; Τι προσδοκούν και που στοχεύουν με την πρόταση μομφής που υπέβαλαν;

Πρώτον, γιατί, στην πορεία προς τις ευρωεκλογές, επιδιώκουν πάση θυσία να διατηρήσουν πολύ υψηλούς τους τόνους της κριτικής τους προς το κυβερνητικό σχήμα, χρησιμοποιώντας ακόμη και αυτό το τραγικό δυστύχημα για να προσκομίσουν στα κόμματά τους πολιτικά οφέλη. Στην τριήμερη συζήτηση θα έχουν την ευκαιρία οι βουλευτές της Αντιπολίτευσης να επαναλάβουν τις κατηγορίες τους εναντίον της Κυβέρνησης και να γενικεύσουν την κριτική τους γύρω από θέματα που απασχόλησαν και, κάποια αυτά, συνεχίζουν να απασχολούν την επικαιρότητα, όπως το θέμα των mails που έστειλε η ευρωβουλευτής Άννα Ασημακοπούλου, το ζήτημα της ακρίβειας, κ.α.

Δεύτερον, μέσα από την πρόταση μομφής, οι πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων της Αντιπολίτευσης, που συντάχθηκαν με την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, θα έχουν την δυνατότητα να «πρωταγωνιστούν» στην επικαιρότητα, με τις ομιλίες τους στην Βουλή αλλά και όσα θα ακολουθήσουν στον δημόσιο διάλογο. Για κάποιους αυτή η κοινοβουλευτική διαδικασία αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να ξαναέλθουν στο προσκήνιο.

Τρίτον, η συζήτηση αυτή δίνει την δυνατότητα της συσπείρωσης των βουλευτών γύρω από τα κόμματά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο η βαθιά κρίση οδήγησε, στο πρόσφατο παρελθόν, σε φαινόμενα έντονης και αυστηρής αυτοκριτικής αλλά και αποστασιοποίησης κάποιων στελεχών του από τις επιλογές και το ύφος του αρχηγού τους, του Στέφανου Κασσελάκη.

Βεβαίως, η πρόταση δυσπιστίας οδηγεί, παράλληλα, και σε συσπείρωση του κυβερνητικού στρατοπέδου και, μάλιστα, σε μια περίοδο που όλοι ετοιμάζονται για την μεγάλη μάχη της 9ης Ιουνίου. Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης υπήρξαν αφορμή για μεγάλη συζήτηση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας τόσο σε επίπεδο βουλευτών όσο και σε επίπεδο στελεχών του κόμματος, κάποιοι από τους οποίους, αποστασιοποιήθηκαν από τις κυβερνητικές επιλογές. Η συζήτηση για την μομφή που απηύθυνε η Αντιπολίτευση θα οδηγήσει, με την σειρά της, σε εγρήγορση πολλά νεοδημοκρατικά στελέχη, τα οποία, όπως είναι αναμενόμενο, παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους, σταθερά στηρίζουν την δική τους Κυβέρνηση.

Επομένως, στο τέλος της διαδικασίας στην Βουλή, δεν θα μετρήσουμε χαμένους και κερδισμένους, αφού, η κάθε πλευρά, για τους δικούς της λόγους, προσδοκά μόνον θετικά αποτελέσματα από αυτή την κίνηση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ