Ο Κυριάκος Χρίστου θυμάται τις μέρες της εισβολής…

Γράφει ο Κυριάκος Χρίστου*


20 Ιουλίου 1974

Εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.

Πέρασαν από τότε 50 χρόνια, αλλά δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς να επανέρχονται στην μνήμη μας οι δύσκολες, τραγικές και οδυνηρές στιγμές που βιώσαμε. Είχαμε προγραμματίσει τον γάμο μας με την Αργυρώ για τις 21 Ιουλίου 1974 και ολοκληρώναμε τις προετοιμασίες στο χωριό, Περιστερώνα Αμμοχώστου.

Επιστράτευση 20 Ιουλίου 1974

Η Πρώτη εισβολή ή ο Πρώτος Αττίλας.

Πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, βαθιά χαράματα του Σαββάτου στις 20 Ιουλίου 1974, όλοι μας, πεθερικά, νύφη και γαμπρός, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί και χωρίς να συζητήσουμε καθόλου νωρίτερα για τα γεγονότα, λες και περιμέναμε με αγωνία κάτι κακό να συμβεί από στιγμή σε στιγμή, βρεθήκαμε να τριγυρνάμε αμίλητοι στο σπίτι και στην αυλή. Ακόμη, δεν έχει αρχίσει η πρωινή εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού, αλλά εγώ έχω ήδη ανοιχτό το ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή αρχίζει να μιλάει και να λέει: «Κυρίες και κύριοι, καλημέρα σας. Σήμερα, ημέρα Σάββατο 20 Ιουλίου, ο ήλιος ανατέλλει στις 6 και 23 λεπτά το πρωί και δύει…». Ξαφνικά διακόπτεται το ηχογραφημένο μήνυμα και ένας προφανώς στρατιωτικός, ακούγεται να λέει: « Έκτακτο πολεμικό ανακοινωθέν. Ανακοινώνεται ότι τις πρωινές ώρες της σήμερον, τουρκικά αεροσκάφη, χωρίς άλλη προειδοποίηση, υπούλως και ανάνδρως, βομβαρδίζουν στόχους και ρίχνουν αλεξιπτωτιστές στον τουρκοκυπριακό θύλακο Κιόνελι-Αγύρτας κοντά στη Λευκωσία.» Εμβατήρια για λίγο ακόμη, και πάλι, άλλο πολεμικό ανακοινωθέν. «Καλούνται σε επιστράτευση, όλοι οι Έλληνες την Κύπρου κάθε ηλικίας που δύνανται να φέρουν όπλο, για να ρίξουμε τον άνανδρο εισβολέα στη θάλασσα».

Βρέθηκα να κάνω οτοστόπ μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Αναστασίου, στον κεντρικό δρόμο της Περιστερώνας, στα αυτοκίνητα που πήγαιναν προς Λευκωσία. Κατά καλή μου τύχη, με γνώρισε ένας οδηγός ο οποίος ήταν καταδρομέας έφεδρος και αυτός, με τον οποίο είχαμε υπηρετήσει μαζί στην ίδια μονάδα, όπου ήμουν εκπαιδευτής του. Έτσι άρχισε το οδοιπορικό μου προς το άγνωστο. Στρίβουμε δεξιά από το χωριό Πραστειό, για να κατευθυνθούμε προς τη μονάδα επιστράτευσης μας, που στεγαζόταν εκεί που υπηρετούσε η 31η Μ.Κ., σε στρατόπεδα της περιοχής Αθαλάσσας.

Αφήνουμε το αυτοκίνητο κάτω από μια ακακία και τρέχουμε προς το στρατόπεδο της 31ης Μ.Κ., πηδάμε τον φράκτη και μπαίνουμε στο στρατόπεδό μας. Έρχονται αεροπλάνα τύπου F104, το ένα πίσω από το άλλο, κάνουν κύκλο και βομβαρδίζουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους με κλειστά μάτια. Δύο πολύ βαριές βόμβες ναπάλμ ανατινάζουν στον αέρα μια πτέρυγα του ψυχιατρείου, δίπλα σε εμάς. Μαζί με τα χαλάσματα εκτοξεύονται παντού πέτρες, ξύλα και το ωστικό κύμα μας έριξε κάτω. Πέφτω σε ένα χαντάκι και περιμένω να κοπάσουν οι εκρήξεις, οι βόμβες, τα αντιαεροπορικά και να καθαρίσει η ατμόσφαιρα από τη σκόνη και τους καπνούς. Όπως ξαφνικά άρχισε και έγινε σε λίγα λεπτά χαλασμός γύρω μας, έτσι και τόσο ξαφνικά σταμάτησε. Τρέξαμε, και με κλαδιά και κάτι σκόρπια στρατιωτικά ρούχα που βρήκαμε μπροστά μας, καταφέραμε να σβήσουμε κάποιες μικρές εστίες φωτιάς, που έκαιγαν γύρω μας.

Η εικόνα του ψυχιατρείου ήταν τρομακτική. Μια μεγάλη βόμβα χτύπησε μία πτέρυγα του κτηρίου κατακόρυφα και την εξαφάνισε εντελώς. Έλειπε όλο το υπέργειο τμήμα του κτηρίου και το πάτωμα του σκάφτηκε τόσο βαθιά, που έμοιαζε με υπόγειο. Πήραμε ανά δύο φαντάροι σεντόνια και κουβέρτες από τους νοσηλευτές και ψάχναμε γύρω όλο το χώρο μέχρι το δρόμο για κάποιο μακάβριο εύρημα. Μαζέψαμε απανθρακωμένα και μη, μέλη των σωμάτων των ανθρώπων, που σκοτώθηκαν από τη βόμβα. Η εικόνα ήταν μακάβρια. Παντού διαμελισμένα σώματα, χέρια, πόδια, κορμιά τα οποία παραδίναμε στους γιατρούς οι οποίοι με τη σειρά τους τα συγκέντρωναν και προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν τα θύματα, που ήταν οι νοσηλευτές και οι ασθενείς από το ψυχιατρείο.

Προορισμός μας ήταν να σχηματίσουμε τέτοιο μέτωπο, ώστε η 34η Μοίρα Καταδρομών από δεξιά και η ΕΛΔΥΚ από την αριστερή πλευρά, και να επιτεθούμε ταυτόχρονα και να κόψουμε την επικοινωνία των εισβολέων με τον τουρκικό θύλακο. Ο θύλακος αυτός ξεκινούσε από τα βόρεια της «πράσινης γραμμής στη Λευκωσία και από τα χωριά Κιόνελι-Αγύρτα έφτανε στην κορυφή του Πενταδάκτυλου, στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα , με το οποίο προσπαθούσαν να συνδεθούν οι Τούρκοι που αποβιβάστηκαν στη βόρεια ακτή. Μόλις γίναμε αντιληπτοί από τους Τούρκους άρχισαν να μας πυροβολούν από ψηλά.

Κυριακή , 21 Ιουλίου 1974

Ρίχναμε εμείς, έριχναν αυτοί, όλη τη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι μέχρι τα χαράματα της Κυριακής 21ης Ιουλίου 1974. Αυτή είναι η ημερομηνία ακριβώς που γράφει και το προσκλητήριο για το γάμο. Κάθε ώρα και στιγμή της ημέρας αυτής, είναι καθοριστική για την εξέλιξη της μάχης, της ζωής μας και της ιστορίας μας. Εκεί που πάλευε το φως με το σκοτάδι στο ξημέρωμα, ξαφνικά, εμφανίζονται πάνω από την κορυφή του βουνού, στοιχισμένα, ζυγισμένα και πετώντας πολύ χαμηλά, με μεγάλη ταχύτητα, περίπου 60 πολεμικά αεροπλάνα, αφήνοντας μαύρο καπνό πίσω τους. Τα είδα να έρχονται, πριν ακούσω τον ήχο τους. Τον ήχο τους τον άκουσα, αφού πέρασαν πάνω από τη γραμμή μας. Χαμήλωσαν αρκετά και άρχισαν να βομβαρδίζουν και να πολυβολούν ανά ομάδες, τη γραμμή μας μέχρι τη Λευκωσία κάτω, καθώς και τη γραμμή απέναντι, όπου ήταν οι φαντάροι της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Σείστηκε ο τόπος από τις εκρήξεις. Σε πολλά σημεία όπου πέφτανε οι ρουκέτες, άναβαν φωτιές. Από λάθος, βομβάρδισαν και ανατίναξαν μπροστά στα μάτια μας μια σειρά από αμυντικά οχυρωματικά έργα των Τούρκων, βόρεια από το χωριό τους, το Κιόνελι.

 

Ενώ περιμέναμε τους Τούρκους αυτούς που είχαμε μπροστά μας να ανέβουν, εμφανίζονται ξαφνικά τρία βομβαρδιστικά αεροπλάνα από ψηλά, όπως πάντα τόσο αθόρυβα που τα ακούς μόνο όταν φεύγουν. Είναι φανερό ότι είχαν κύριο στόχο ειδικά εμάς. Βούτηξαν κατά πάνω μας με πολυβόλα και ρουκέτες διαδοχικά, άκουγα τις εκρήξεις από τις ρουκέτες σε τρείς σειρές να γαζώνουν με ξερά χτυπήματα κατακόρυφα τις θέσεις μας. Ταυτόχρονα η επόμενη ρουκέτα, εξαφάνισε μια χαρουπιά ακριβώς ένα μέτρο πίσω από εκεί όπου ήμουν ξαπλωμένος, σηκώνοντας καυτό χώμα, πέτρες, φωτιά και μεταλλικά θραύσματα και με σκέπασε εντελώς. Ένιωσα ένα βάρος στην πλάτη και ένα κάψιμο κάτω από την πίσω δεξιά τσέπη του παντελονιού μου και μια αίσθηση ασφυξίας. Δεν άκουγα κανένα ήχο γύρω μου και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να ξανασηκωθώ όρθιος. Άρπαξαν φωτιά οι θάμνοι και τα ξερά χόρτα γύρω μας, που ήταν μέρος του καμουφλάζ μας και μας έπνιξαν καπνοί. Τινάχτηκα όρθιος, φωνάζοντας τα ονόματα των κοντινών μου, αλλά άκουγα μόνο ένα σφύριγμα στα αυτιά μου από την έκρηξη της ρουκέτας. Κατέβασα το παντελόνι μου και σκούπισα το τραύμα, που έτσουζε και αιμορραγούσε. Ψηλάφησα με τα δάχτυλά μου το τραύμα και σφίγγοντας τα δόντια τράβηξα από μέσα ένα μεταλλικό θραύσμα από τη ρουκέτα, τόσο όσο ένα μικρό κέρμα, πιάνοντάς το με τα δάχτυλά μου. Πιο πολύ έτσουζε η πλάτη μου, από τον ιδρώτα που κυλούσε στα κοψίματα και στα εγκαύματα.

Από τη Δευτέρα 22 Ιουλίου αρχίζει να ισχύει μια κατάπαυση πυρός στο μέτωπο και έχουμε ραγδαίες πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα όπου επιστρέφει ο Κ. Καραμανλής για να αναλάβει τη διακυβέρνηση, την παραίτηση της χούντας στην Αθήνα, αλλά και στην Κύπρο όπου αναλαμβάνει ο πρόεδρος της Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης.

 

Η εκεχειρία είναι μόνο θεωρητική γιατί δεν σταματήσανε οι συγκρούσεις με τους Τούρκους. Εμείς σαν ευέλικτη μονάδα μεταφερόμαστε στον Παχύαμμο, δίπλα από το κάστρο της Κερύνειας, όπου αποκρούουμε κάθε προσπάθεια των Τούρκων να προωθηθούν ανατολικά. Στις 12 Αυγούστου μας αντικαθιστούν οι καταδρομείς της 32ης Μ.Κ. και εμείς καταλήγουμε σε άλλη γραμμή άμυνας, νότια της Λευκωσίας στα υψώματα γύρω από τα χωριά Ποταμιά – Δάλι – Λουρουτζίνα και Λύμπια. Εκεί οχυρωθήκαμε και σταματήσαμε την προέλαση του Αττίλα προς τα νότια, αφού είχαν ναυαγήσει οι συνομιλίες των πολιτικών στα Ηνωμένα Έθνη. Ανακοινώθηκε πάλι εκεχειρία.

Ο απώτερος στόχος της παρουσίας μας στην Κύπρο, ήταν ο γάμος ο οποίος έπρεπε να πραγματοποιηθεί με προσαρμοσμένο στις τρέχουσες συνθήκες πρόγραμμα. Έτσι, μέσω του Ερυθρού Σταυρού και αγγελιαφόρων και των ανακοινώσεων στο Ρ.Ι.Κ , καταφέραμε να συναντηθούμε στο Ναό της Ευαγγελίστριας, στο χωριό Δάλι με την Αργυρώ, που ήρθε από έναν προσφυγικό καταυλισμό με τους γονείς και τα αδέλφια μας, έγινε η τελετή νωρίς το πρωί και νωρίς το μεσημέρι ξαναγύρισαν πίσω στον καταυλισμό τους κι εγώ ο γαμπρός, ανηφόρησα για το φυλάκιο στο ύψωμα πάνω από το χωριό.

*O Kυριάκος Χρίστου γεννήθηκε το 1948 στον Άγιο Γεώργιο Σολέας της επαρχίας Λευκωσίας στην Κύπρο. Αποφοίτησε από την φυσικομαθηματική σχολή Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε σε σχολεία της Δευτεροβάθμιάς Εκπαίδευσης ως καθηγητής ή διευθυντής από το 1973 έως και το 2010. Από τον Σεπτέμβριο του 1974 μέχρι σήμερα ζει με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη.


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ