Tάκης Κανελλόπουλος: Ο ποιηματογράφος της μεγάλης οθόνης

Του Δημήτρη Ι. Μπρούχου*

Εννενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη γέννηση και τριάντα τρία από την εκδημία του εμβληματικού σκηνοθέτη της Θεσσαλονίκης και αγαπημένου φίλου Τάκη Κανελλόπουλου, για τον οποίο η 64η διοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τον κινηματογραφιστή Μάριο Παπαγεωργίου, ετοίμασαν ένα Αφιέρωμα, παρουσιάζοντας τις ταινίες του, κάνοντάς μου την τιμή να με περιλάβουν ως ομιλητή, στην προβολή της προτελευταίας ταινίας του, με τίτλο «Ρομαντικό σημείωμα» που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ το 1978, στην οποία είχα την τύχη και το προνόμιο να ντύσω με στίχους τη μουσική του Άλκη Κακαλιάγκου από το soundtrack.

Όσα καταγράφω σε αυτό το κείμενο είναι το απόσταγμα του βιώματος του συγχρωτισμού μας, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του, των διαλόγων μας και της επικοινωνίας των σιωπών μας.

«Να είσαι επιεικής με τους ανθρώπους γιατί δεν ξέρεις αν οι άλλοι στη νεότητά τους ήταν ευτυχισμένοι…»

Αυτή η φράση του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, που εξέφραζε απόλυτα τον Τάκη και που τη χρησιμοποίησε άλλωστε ως εισαγωγική στη «Σόνια», περιγράφει την ατύπως προτρεπτική υπόδειξή του σε μια αγενή κοινωνία, επιθετική, που δεν συγχωρεί τη διαφορετικότητα και την εκτροπή από τη νόρμα.

Ο Τάκης πέρα από φίλος, ήταν ένας δημιουργός που ξεχώριζε κυρίως για την πίστη και τη δύναμη με την οποία υπερασπίστηκε το όνειρό του, με συνέπεια και συνέχεια, μέχρι την τελευταία στιγμή, που σχεδίαζε την τελευταία του ταινία, για την οποία περίμενε χρηματοδότηση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, από το οποίο η θετική απάντηση (έγκριση) ήρθε -τι ειρωνεία!- λίγο μετά τον θάνατό του…

Η σχέση μας φιλίας και συνεργασίας δεν σπαταλήθηκε με αφροσύνη, εξαντλημένη σε μια τυπικότητα, παρά εμπλουτίστηκε με πρόσθετα συναισθήματα, μέχρι να βρει τα πατήματά της και να αποκτήσει τη δική της υπόσταση.

«Φλόκας», «Τόττης» (στην παραλία), «Ντορέ», «Club PriveChez Pitsikas», τα στέκια του και τα σημεία των συναντήσεών μας. Ένα τοπόσημο o ίδιος, από εκείνα που έχουν εκλείψει. Με μια βαθιά ευγένεια πάντα και με το ονειροπόλο του βλέμμα, ήταν έτοιμος να μοιραστεί μια καινούργια ιδέα ή ένα καινούργιο αίσθημα…

Δυστυχώς, το Φεστιβάλ που τόσο πίστεψε, αγάπησε και στήριξε με τις συμμετοχές του και έδρεψε τις πρώτες δάφνες των ταινιών του, τυγχάνοντας θριαμβευτικής υποδοχής με βραβεία και διακρίσεις, από την αποθέωση της πρώτης του σκηνοθετικής εμφάνισης με τον «Μακεδονικό γάμο», το 1960, που αποτελεί σταθμό ίσως και στην παγκόσμια κινηματογραφία και καθώς έργα του τιμήθηκαν με ελληνικά και διεθνή βραβεία βάζοντας τις βάσεις του νέου ελληνικού κινηματογράφου, μαζί με τον Μιχάλη Κακογιάννη και τον Νίκο Κούνδουρο, τον πλήγωσε καίρια.

Ο ανεκδιήγητος β΄ εξώστης, συστηματικά τον προπηλάκιζε με φράσεις άκομψες έως υποτιμητικές και χαρακτηρισμούς απαξιωτικούς για την παρουσία του, μια παρουσία που το έγκλημά της ήταν η εξωτερίκευση της εσωτερικής του διαχείρισης. Προσπαθούσε να επικοινωνήσει το «μέσα του» και να το «κοινωνήσει» μ’ έναν τρόπο σαφώς διαφορετικό από των πολλών. Εγκλωβίστηκε σε μια Νιότη, που δεν πρόλαβε να τη χαρεί με κανονικές συνθήκες και ίσως γι’ αυτό την εξιδανίκευσε. Κράτησε μέσα του τον Έρωτα ανέγγιχτο και αμόλυντο, εξυψώνοντάς τον. Ταξίδεψε πολύ αλλά πάντα επέστρεφε στη γενέθλια πόλη και ήταν αυτή που τον ενέπνεε. Δεν ήταν η πόλη που τον πλήγωσε. Ήταν οι άνθρωποι. Η εχθρότητα δεν προήλθε από τον κόσμο, αλλά από την αντιζηλία κάποιων φιλόδοξων πρωτοεμφανιζόμενων κυρίως τότε και αργότερα «έγκριτων» συναδέλφων του, που έδρασαν ανταγωνιστικά. Στη 10ετία του ’70, οι καρποί του δέντρου της κακίας και του φθόνου είχαν πλέον ωριμάσει, με καθοδηγούμενες και ενορχηστρωμένες επιθέσεις, κυρίως του… «σιναφιού» του…

Ήταν πικραμένος και βαθιά λυπημένος και έπραττε πάντα σύμφωνα με τον «δαίμονα εαυτού» (=σύμφωνα με τη συνείδησή του), αγνοώντας τα στερεότυπα των κοινωνικών συμβάσεων. Με φωτεινότητα (ακόμα και στο γκρίζο των τοπίων του) και θετικότητα, εμφορούμενος από ένα υψηλό αξιακό σύστημα, όπου οι λέξεις «πατρίδα» «φίλος», «αγάπη», έπαιρναν ένα φέγγος αλλιώτικο. Ακομμάτιστος και αχρωμάτιστος, στάθηκε πάντα στο ύψος της ανωτερότητας και της αξιοπρέπειας. Και πρέπει να πούμε ότι όλη η γενιά των λογοτεχνών της πόλης στάθηκε στο πλευρό του.

Ο Τάκης υπήρξε πάντοτε γενναιόδωρος, μιλώντας για συναδέλφους του. Αυτό όμως δυστυχώς δεν ήταν αμφίδρομο…

Άρχισαν να του προσδίδουν επιθετικούς προσδιορισμούς με κάποια «δηκτικότητα»: «Θεσσαλονικιός» (άρα επαρχιώτης), «μελαγχολικός», «τραυματικός», «αθεράπευτα ρομαντικός» και πολλά άλλα. Ο ίδιος ποτέ δεν απάντησε, δεν καταφέρθηκε ποτέ έναντι ουδενός και κατάπινε την απαξίωση και την αποδοκιμασία, ακόμα και από τους άλλοτε υμνητές του. «Αυτά που πιστεύαμε όταν ήμασταν νέοι ήταν πιο αληθινά από την πραγματικότητα…». Με αυτή τη χαρακτηριστική φράση που «ανοίγει» το Ρομαντικό σημείωμα, ο Τάκης μας αποκαλύπτει τον κώδικά του. Τα Ιδανικά, την Αλήθεια και την Πραγματικότητα. Ονειρευόταν μια εκδρομή και σχεδίαζε πολιτείες αθώρητες, απ’ αυτές που μόνο στα όνειρα ενοικούν οι Ιδέες, οι Αγάπες και η αγέραστη Νεότητα της Μοναξιάς…

Αυτή ήταν η ζωή του, γεμάτη από μια αυθεντική παιδικότητα. Εύθραυστη, τοποθετημένη προσεκτικά στο μουσείο της καρδιάς, που το επισκέπτονται ξανά και ξανά οι μνήμες. Έφυγε αθόρυβα όπως έζησε, κάποιον Σεπτέμβρη… Ένα απόγευμα, σε ένα από τα στέκια μας, μπήκα και κάθισα στο ίδιο τραπέζι απ’ όπου ατένιζε τη δύση και του αφιέρωσα τον δικό μου αποχαιρετισμό:

«ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΥΣΗ»

Μνήμη Τάκη Κανελλόπουλου

«Κρατάς ακόμα τη Σαλονίκη σα μια κούπα ζεστό τσάι / στη γνώριμη θέση σου, κάπου στην παλιά παραλία / Κι Σαλονίκη, μια άλλη Αντριάνα,/ κρατώντας σε απ’ το χέρι / σε γυρνάει στις ρούγες και στις γειτονιές / που αγάπησες όσο τίποτα / για να σ’ αποθέσει στην άκρη του πιο ματωμένου σύννεφου / και ν’ ανηφορίσεις την τελευταία μοναχική σου πορεία. / Και οι χαμένοι Έρωτες / κι όλοι οι αποχαιρετισμοί του κόσμου / ακόμα κι αυτό το λευκό μυστικό / κι εκείνη η παντοτινή θεία τρέλα / σε ζωγραφίζουν πλοίο στο λιμάνι που φεύγει και το ξεκινάνε / γιορτάζοντας έτσι εκεί / την τελευταία σου δύση / Φίλε… (Από τη συλλογή «Ωδίνες της νύχτας» εκδ. τα τραμάκια 1993).

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΜΠΡΟΥΧΟΣ

*O Δημήτρης Ι.Μπρούχος είναι ποιητής,συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθρο7 Προεδρικά Πορτραίτα – Ένα Ιστορικό Ντοκουμέντο!
Επόμενο άρθρο«Μαρμάρινο Σπίτι» Το εντυπωσιακό μουσείο φωτογραφίας που θα λειτουργήσει στη Δράμα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ