Η πρόσφατη αναγνώριση -διά στόματος προέδρου των ΗΠΑ- της γενοκτονίας των Αρμενίων, φώτισε με ένα διαφορετικό τρόπο και για ένα πολύ πιο ευρύ κοινό, τα όσα έγιναν εις βάρος των Χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Νεότουρκους, κατά τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Άνοιξε άραγε ένα παράθυρο για την διεθνή αναγνώριση των διώξεων που υπέστη ο Ποντιακός πληθυσμός; Είναι αυτή μια ευκαιρία για αναζωπύρωση του θέματος από ελληνικής πλευράς; Με αφορμή την 19η Μαΐου, Ημέρα Μνήμης για τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, φιλοξενούμε στη SPEAKNEWS τρία άρθρα από τρεις διακεκριμένους Πόντιους, οι οποίοι ο καθένας από τη δική του θέση και με τη δική του ιδιότητα, δραστηριοποιούνται υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων από τους Νεότουρκους, και διεκδικούν την δικαίωση των προγόνων τους.
Ο Χαράλαμπος Αποστολίδης, Ο Στέφανος Τανιμανίδης και ο Φωκίων Φουντουκίδης, παιδιά ή εγγόνια όλοι τους από πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, γράφουν στις σελίδες της SPEAKNEWS για τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις των Ποντίων και τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν και από το ελληνικό κράτος, προκειμένου η ιστορία των ποντίων να διασωθεί από τη λήθη και να αναδειχθεί διεθνώς.
Η αναγνώριση της Γενοκτονίας, γραμμή αντίστασης του ελληνισμού
Kάθε λαός έχει δικαίωμα ν’ απαιτεί μ’ επιμονή την επίσημη αναγνώριση των αδικημάτων που διαπράχθηκαν εναντίον του. Στην ποντιακή υπόθεση δεν δικαιολογείται άλλη ολιγωρία και περαιτέρω αποσιώπηση,
Όταν κανείς αργοπορεί απέναντι στην Ιστορία, αυτή τον εκδικείται και ήδη έχουμε υποστεί τις συνέπειες.
Οι Διεθνείς Οργανισμοί οφείλουν να αποδώσουν δικαιοσύνη σύμφωνα με το πνεύμα και τους όρους του Xάρτη των Hνωμένων Eθνών. Επιβάλλεται να συγκροτηθεί αδέκαστη ανακριτική επιτροπή από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και να φέρει στο φως, μέσα από τα υπάρχοντα ντοκουμέντα, τα τραγικά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Αλλά το αίτημα των Ποντίων Eλλήνων για την αναγνώριση της Γενοκτονίας εμπεριέχει ένα μήνυμα λύτρωσης και προς την ίδια την τουρκική κοινωνία η οποία, μέσα από την αναγνώριση, θα λυτρωθεί από τις ενοχές της ιστορίας της.
Δεν επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια για καμιά σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε απ’ τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία.
H τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας, είναι ένας απ’ τους λόγους που η λεγόμενη “ελληνοτουρκική φιλία” απέτυχε.
Nα μην επιτρέπουμε, βέβαια, στο παρελθόν να δηλητηριάζει τις σχέσεις μας, χωρίς όμως να κρύβουμε την ιστορική αλήθεια
Είναι ένας απαράβατος όρος για την Τουρκία εφ’ όσον θέλει να πάρει τη θέση που φιλοδοξεί ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη.
Να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γερμανίας καθώς η χώρα αυτή ζήτησε συγγνώμη και εξιλέωση από τους συγγενείς των θυμάτων της Γενοκτονίας σε βάρος του Εβραϊκού λαού στη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου Πολέμου, κατέβαλε αποζημιώσεις και αποδέχθηκε τις ευθύνες της.
Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, οφείλει να προωθήσει διεθνώς το ζήτημα της αναγνώρισης όπως άλλωστε έχει δεσμευτεί προεκλογικά.
H γραμμή της ελληνικής αντίστασης στο σύγχρονο τουρκικό επεκτατισμό αρχίζει από την αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας.
Φωκίων Φουντουκίδης δημοσιογράφος
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Είναι γνωστό ότι διαχρονικά την επίσημη Ιστορία την έγραφε πάντοτε η πλευρά των νικητών. Ενώ η όποια προσπάθεια των ηττημένων να αναδείξουν και αυτοί ιστορικά γεγονότα που οι ίδιοι βίωσαν και είδαν από την δική τους εμπειρία και οπτική, τις περισσότερες φορές αποτελούσε μια δύσκολη όσο και επώδυνη περιπέτεια.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ασφαλώς και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο Τούρκων εθνικιστών (αρχικά των Νεοτούρκων και στην συνέχεια των Κεμαλιστών ), σαν λύση του Ανατολικού ζητήματος, που εμφανίζεται με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ολοκληρωτική και γενικευμένη αλλοτρίωση σε αρχές και αξίες αιώνων, της εποχής της παγκοσμιοποίησης, προβάλλει σήμερα ως χαώδης κυκεώνας αναζητήσεων και οδηγεί στην ενίσχυση της λογικής του μοναχικού εγώ.
Έτσι το άτομο παθητικοποιείται και ευνουχίζεται πνευματικά, πολιτιστικά αλλά και ηθικά και για αυτό δυσκολεύεται να συντεθεί σε οργανική ενότητα και να λειτουργήσει δημιουργικά με τα χαρακτηριστικά ενός λαού.
Η κοινότητα της παράδοσης, του πολιτισμού, της πίστης, της γλώσσας, της ιστορίας και των κοινών αγώνων, αντισταθμίζουν την αποσυλλογικοποίηση που φέρνει ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός των επί μέρους συμφερόντων και παράγει νοήματα Ζωής που υπερβαίνουν τα άτομα και την καθημερινότητά τους.
Στην δική μας συλλογική μνήμη που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ταυτότητά μας, έχουν αποκρυσταλλωθεί ιστορίες, μύθοι, συμβολισμοί, συλλογικές αναπαραστάσεις, ιδέες, εικόνες ,εμπειρίες, ήθη έθιμα, τραγούδια και χοροί όπως αυθεντικά και ανέκδοτα μας τις μετέφεραν οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, οι παππούδες και οι γονείς μας.
Με δεδομένα τα ιστορικά γεγονότα, από τα οποία με σαφήνεια προκύπτει ότι οι προγονοί μας χωρίς τη θέληση τους πριν 100 χρόνια κάτω από βίαιες συνθήκες, εγκατάλειψαν την πατρίδα τους, σε μια εποχή που παρακολουθούμε άφωνοι τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που συντελούνται, το νέο προσφυγικό ζήτημα που εντέχνως δημιούργησαν οι ισχυροί της γης και τη γενικότερη πολιτιστική σύγχυση που βιώνουμε, η προσπάθεια και ο αγώνας διατήρησης της ιστορικής μνήμης, είναι μια διαδικασία αντίστασης .
Με βάση λοιπόν το δικαίωμα στη μνήμη, τις τελευταίες δεκαετίες, οι μέχρι τότε κατεστημένες κυρίαρχες απόψεις αμφισβητήθηκαν και το ιστορικό παρελθόν διεκδικήθηκε πλέον από τις πάλαι ποτέ αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες.
Με το αίτημα που διατυπώσαμε τις δεκαετίες του 80 και του 90, για την αναγνώριση της Γενοκτονίας που υπέστησαν οι πρόγονοί μας από τους νεότουρκους και τους κεμαλιστές την περίοδο 1914-1923, αμφισβητήθηκε το σύνολο των μέχρι τότε κυρίαρχων ιδεολογημάτων.
Η καθιέρωση από την Π.Ο.Π.Σ. κατά τη δεκαετία του 90 των εκδηλώσεων Μνήμης για τις Γενοκτονίες λίγο άλλαξε τα «φιλοκεμαλικά» ελλαδικά στερεότυπα, ενώ αντίθετα παρατηρήθηκε η εμφάνιση ενός ρεύματος αρνητών της Γενοκτονίας, καθώς και μια έμπρακτη προσπάθεια του δεξιού αναθεωρητισμού, όπως αυτή εκφράστηκε με την απόφαση του Άρειου Πάγου, που ακύρωνε τη Δίκη των Εξ υπαιτίων της Μικρασιατικής καταστροφής.
Έχω την τύχη αλλά και την ατυχία να ανήκω στη γενιά εκείνη των νεοελλήνων που οι παππούδες τους γεννήθηκαν στον ιστορικό Πόντο.
Οι ίδιοι, όπως κατ επανάληψη μου εξιστόρησαν, εκτός από τους βίαιους εξισλαμισμούς ομοθρήσκων τους, από το 1908 μέχρι το 1923 έζησαν τις βιαιότητες, τις εξορίες και τις πορείες θανάτου στα τάγματα εργασίας, που κορύφωση τους είχαν τη Γενοκτονία 353.000 συμπατριωτών τους.
Όπως μάλιστα τεκμηριώνεται μέσα και από χιλιάδες ντοκουμέντα που βρίσκονται στα αρχεία Υπουργείων εξωτερικών και Πρεσβειών δεκάδων χωρών και έχουν δει το φως της δημοσιότητας από Έλληνες, Τούρκους και ξένους ιστορικούς και ερευνητές, ήταν μια καλά μεθοδευμένα εξόντωση χριστιανικών πληθυσμών της καταρρέουσας τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας , που άρχισε από τους σοσιαλιστές Νεότουρκους από το 1908, σε βάρος των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων της Θράκης, μέχρι το 1918 και ολοκληρώθηκε από τους στρατοκράτες και εθνικιστές του Κεμάλ Μουσταφά Πασά, από το 1919 μέχρι το 1922.
Όσοι από αυτούς επέζησαν, εγκατέλειψαν χωρίς τη θέλησή τους μαζικά τα μέρη τους για να σωθούν και εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην μητροπολιτική Ελλάδα, αλλά και στην γειτονική και ομόθρησκη Ρωσία, εγκαταλείποντας πίσω τους βιός και μεγάλες περιουσίες που είχαν δημιουργήσει, που σύμφωνα και με τον Τούρκο ιστορικό Σαίτ Τσετίνογλου, με ευκολία και χωρίς κόπο καρπώθηκαν επιτήδειοι Τούρκοι πολίτες.
Στη συνέχεια Ελληνιστικά, Βυζαντινά και Χριστιανικά μνημεία, έπεσαν θύματα φανατισμένων εθνικιστών Τούρκων, οι οποίοι αφού τα σύλησαν, τα κατέστρεψαν, γκρεμίζοντας ακόμα και τις στέγες και τα πατώματά και στη συνέχεια πυρπόλησαν, για να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της παρουσίας του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού σε αυτές τις περιοχές.
Ενώ μετά τη δημιουργία του σύγχρονου Τουρκικού κράτους, στερήθηκε το δικαίωμα σε χιλιάδες ποντιόφωνους μουσουλμάνους, που λόγω του θρησκεύματός τους δεν συμπεριλήφθηκαν στην συνθήκη ανταλλαγής των πληθυσμών της Λοζάνης και συνέχισαν να ζουν στις ιστορικές περιοχές του Πόντου , στην εκμάθηση της μητρικής τους γλώσσας ,αλλά και την προβολή της πολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι πρόσφυγες, στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να επιβιώσουν, δεν πρόσεξαν ότι συστηματικά και μεθοδευμένα το επίσημο Ελληνικό κράτος, με την ένοχη σιωπή του για τα τραγικά εκείνα γεγονότα του Πόντου και της Μικράς Ασίας, την προσκόλληση του στο Νατοϊκό δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας και την πολιτική της προσέγγισης της, μέσω δήθεν της «ελληνοτουρκικής φιλίας», διέπραττε ακόμα ένα έγκλημα σε βάρος του.
Το έγκλημα της παραχάραξης της ιστορίας, της σιωπής, της λήθης, αλλά και της συγκάλυψης της αλήθειας.
Εγώ όπως και πολλοί συνομήλικοι μου, είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε με τις αφηγήσεις, σχετικά με τα τραγικά γεγονότα της περιόδου 194-1922,της γιαγιάς και του παππού μας που ήρθαν πρόσφυγες από περιοχές του ιστορικού Πόντου και της Θράκης όπου γεννήθηκαν, καθώς και των γονιών μας.
Για αυτό και εμείς, μέσα από τις οργανώσεις που δημιούργησαν, διεκδικήσαμε ειρηνικά και δυναμικά, μα δυστυχώς όχι πάντοτε ενωμένα, την ανάδειξη του θέματος της Ποντιακής Γενοκτονίας και της ιστορίας μας, αρχικά από το επίσημο Ελληνικό κράτος.
Είναι γνωστό ότι χρειάστηκαν 72 χρόνια, ώσπου το Ελληνικό κοινοβούλιο το 1994, να αποδεχθεί την πρόταση της (Π.Ο.Π.Σ.),Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων και με νόμο να ορίσει την 19 Μαΐου κάθε χρόνου ως ημέρας μνήμης της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Ενώ η σύγχρονη Τουρκία, όπως τότε και σήμερα, αρνείται να κάνει το αυτονόητο που έκανε και η Γερμανία για το ολοκαύτωμα των Εβραίων.
Να συμβιβαστεί με το ιστορικό της παρελθόν και να αναγνωρίσει τα όσα έκαναν σε βάρος μας οι πρόγονοί τους και να ζητήσει συγνώμη.
Παραβιάζει καθημερινά τον εναέριο χώρο μας, εξαντλεί την υπομονή μας με τις συχνή παρουσία και πλεύση τουρκικών πλοίων σε Ελληνικά ύδατα στο Αιγαίο, προκαλώντας την εθνική μας υπερηφάνεια, ενώ συνεχίζει μετά την παράνομη εισβολή και κατοχή της στην Κύπρο ,να κατέχει το 40% του νησιού και τορπιλίζοντας ουσιαστικά κάθε σοβαρή προσπάθεια ένωσης της, δηλώνοντας με θράσος ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Υπονομεύει την λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αρνούμενη να παραχωρήσει άδεια λειτουργίας στην Θεολογική σχολή της Χάλκης .
Δολοφονεί κατά καιρούς πολίτες της που διεκδικούν την εθνική και θρησκευτική διαφορετικότητα τους, φυλακίζει Τούρκους και ξένους δημοσιογράφους, επειδή κάνουν την όποια κριτική στον ίδιο και την πολιτική που ασκεί η κυβέρνησης του και εξαπολύει πογκρόμ διώξεων σε βάρος τούρκων πολιτών που δεν συμφωνούν με το μοντέλο προεδροποίησης της Τουρκίας, όπως ό ίδιος την ονειρεύεται για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια για τον εαυτό του.
Καταπατά τα ανθρώπινα και θρησκευτικά δικαιώματα και αλλοιώνει τη φυσιογνωμία ιστορικών Ελληνοχριστιανικών μνημείων, καταστρέφοντάς τα η μετατρέποντας τη χρήση τους ως τζαμιά, με πρόσφατο παράδειγμα αυτό της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας.
Γι όλους αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι η μνήμη της μεγάλης θυσίας των 353.000 χιλ. προγόνων μας , για τα 2.000.000 όπου γης Ελλήνων Ποντιακής καταγωγής, εξακολουθεί και παραμένει και σήμερα άσβεστη.
Η ηθική αυτή διάσταση της ατομικής και συλλογικής μνήμης, για όλους εμάς που συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για την διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας έχει ουσιαστικό περιεχόμενο.
Αφού λόγω της διαφορετικότητάς μας, έχουμε νοιώσει στο πετσί μας το ρατσισμό και την πολιτική της Γενοκτονίας, με την άδικη απώλεια χιλιάδων συμπατριωτών μας και την εγκατάλειψη χωρίς την θέλησή μας ιστορικών μας εδαφών όπου οι πρόγονοί μας έζησαν ειρηνικά και δημιουργικά ,για 3.000 χιλιάδες χρόνια.
Όχι για να καλλιεργήσουμε το μίσος ανάμεσα στους λαούς μας, αφού οι πανανθρώπινες αξίες της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ,της συγχώρεσης και της αγάπης του πλησίον σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία, παραμένουν ισχυρές στην συνείδηση και την ψυχή μας.
Αλλά για να πληροφορήσουμε τους σύγχρονους Τούρκους πολίτες και τον πολιτισμένο κόσμο για τα τραγικά αποτελέσματα της πολιτικής της Γενοκτονίας, που ένα αιώνα πριν εφαρμόστηκε σε βάρος Αρμενίων Ασσυρίων και Ελλήνων πολιτών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λόγω της διαφορετικής καταγωγής και της χριστιανικής ομολογίας τους και είχε στην κορύφωσή της 2.000.000 εκατομμύρια αθώα θύματα και 1.οοο.οοο πρόσφυγες.
Για να θωρακίσουμε τις ψυχές των σύγχρονων Ελλήνων ώστε να μην θρηνήσουμε ποτέ άλλες Γενοκτονίες ,να μην ζήσουμε άλλη προσφυγιά ,να μην υπάρχουν και άλλες αλησμόνητες πατρίδες.
Όχι για να πάρουμε εκδίκηση, για τα όσα σε βάρος των προγόνων μας έκαναν οι Νεότουρκοι και οι Κεμαλίστές.
Αλλά για να σπάσουμε το απόστημα της λήθης που δημιουργήθηκε από την σιωπή που προσπάθησαν να μας επιβάλλουν.
Για να δώσουμε την ευκαιρία στις σύγχρονες Τουρκικές ηγεσίες να ζητήσουν συγνώμη για τα όσα σε βάρος μας έκαναν στο παρελθόν οι προγονοί τους και να ελευθερωθούν επιτέλους και οι ίδιοι από τις ενοχές που χρόνια τους ακολουθούν.
Οι Ηγεσίες και οι Διοικήσεις των ποντιακών οργανώσεων, μετά την πραγματοποίηση τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, έξη παγκοσμίων συνεδρίων, δεκάδων επιστημονικών ημερίδων με θέμα την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού σε πρωτεύουσες χωρών σε όλο τον κόσμο και αναγνωρίσεις από Εθνικά κοινοβούλια, δήμους και πολιτείες όπως, Σουηδίας, Κύπρου, Αρμενίας, Η.Π.Α., Αυστραλίας, Καναδά, Ευρώπης, Ρωσίας, Γεωργίας και αλλού,
θα πρέπει μακριά από κάθε είδους διασπαστικές συμπεριφορές, ανούσιες αντιπαραθέσεις, λεκτικούς βερμπαλισμούς, με λόγους και εκδηλώσεις που μοιάζουν με μονοφωνικούς και μονότονους ψαλμούς, αλλά και αποφυγή της «φολκλοροποίησης» του ποντιακού ζητήματος ,θεωρώντας το ζήτημα της διεθνούς αναγνώρισης της Γενοκτονίας ως Μαραθώνια σκυταλοδρομία της εθνικής των ποντίων ομάδας, να εκπαιδεύσουν ολοκληρωμένα και στην συνέχεια να εμπιστευτούν με ειλικρίνεια την νέα γενιά ποντίων και με τόλμη να στηρίξουν τις πρωτοβουλίες και τις δράσεις της.
Να ενημερώσουν Έλληνες και Τούρκους πολίτες για τα όσα ιστορικά τεκμηριωμένα έχουν συμβεί στην περίοδο 1914-1922,ανάμεσα στους δύο λαούς και να αποτελέσουν γέφυρα επικοινωνίας με τους γείτονές μας.
Η Ελληνική κυβέρνηση, τα κόμματα και τα στελέχη τους οφείλουν ύστερα από την απόφαση του Ελληνικού κοινοβουλίου της 24 Φεβρουαρίου 1994, με την οποία όπως είναι γνωστό ορίστηκε η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Ποντιακής Γενοκτονίας, να φέρουν το θέμα της αναγνώρισης της, σε όλα τα παγκόσμια Forum.
Στον 21ο αιώνα η Διεθνής Κοινότητα και ο Ο.Η.Ε., που δεκαετίες τώρα προβάλει σε όλο τον κόσμο το ολοκαύτωμα των Εβραίων, με σοβαρότητα προσέγγισε και αναγνώρισε τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους, οφείλει ύστερα από την κατάθεση από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ποντιακού Ελληνισμού (ΠΑ.Σ.Π.Ε), σχετικού Μνημείου στην επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του στην Ν.Υ το 1999,να προωθήσει επιτέλους για συζήτηση το θέμα στα αρμόδια όργανα της.
Ενώ οι Ευρωβουλευτές με πρωτοβουλία τους, όπως η σημερινή για την οποία τους ευχαριστούμε και τους συγχαίρουμε, να προσκαλέσουν ειδικούς επιστήμονες και ιστορικούς στις Βρυξέλλες για να παρουσιάσουν στις πολιτικές ομάδες που ανήκουν, αλλά και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την αλήθεια, για τα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου, αναφορικά με την Γενοκτονία του Ελληνισμού του Πόντου και της Μικρά ς Ασίας.
Αφού αυτή η πολιτική στον άξονά και στον κεντρικό πυρήνα της, έχει τον ιμπεριαλισμό, την καταπάτηση των ανθρωπίνων και θρησκευτικών δικαιωμάτων, τη Γενοκτονία και τον θάνατο.
19 Μαΐου 2021:
Τι διεκδικούμε
100 χρόνια μετά την Γενοκτονία
Των Ελλήνων του Πόντου
*Γράφει ο Στέφανος Π. Τανιμανίδης
Ως Έλληνες ποντιακής καταγωγής, 102 χρόνια μετά την έναρξη το 1919, από τους κεμαλιστές της δεύτερης φάσης της Γενοκτονίας σε βάρος του Ελληνισμού του Πόντου που παρακολουθούμε την συνεχιζόμενη ιμπεριαλιστική και επεκτατική πολιτική των εκάστοτε τουρκικών κυβερνήσεων, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των επαναλαμβανόμενων τουρκικών προκλήσεων και ενεργειών και την χάραξη ενιαίας εθνικής γραμμής επί του θέματος πιστεύουμε ότι:
α). Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει για να θωρακίσει τους νεοέλληνες εισάγοντας την ιστορία των 2.500 χρόνων του ελληνισμού του Πόντου σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, για να μην συνεχίζεται 100 χρόνια μετά το έγκλημα που υπέστησαν οι πρόγονοί μας, και το έγκλημα της λήθης και της σιωπής της ιστορία μας που για χρόνια επέβαλαν το νατοϊκό δόγμα της ελληνοτουρκικής φιλίας, αλλά και τα συμφέροντα «φίλων και συμμάχων» μας.
β). Το ελληνικό κοινοβούλιο να υιοθετήσει την πρόταση που καταθέσαμε υπόψη του προεδρείου της βουλής το 2019 και να συγκροτήσει μόνιμη διακομματική επιτροπή για το θέμα η οποία θα εποπτεύεται από το υπουργείο Εξωτερικών.
Είναι γνωστό ότι στις 2 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τα τραγικά γεγονότα της περιόδου 1914-1922 σε βάρος του Ελληνισμού του Πόντου από νεότουρκους και κεμαλιστές ως πράξεις γενοκτονίας και καθιέρωσε ομόφωνα την 19ηΜαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Αντίστοιχα όλα αυτά τα χρόνια μετά την Γενοκτονία που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου, η Τουρκία συστηματικά:
1). Επιμένει να καταγγέλλει ως ανιστόρητες και να αγνοεί τις αποφάσεις πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από όλο τον κόσμο, της Διεθνούς Ένωσης Γενοκτονιών της Γενεύης, παγκόσμιων επιστημονικών συνεδρίων σχετικών με το θέμα, δημοτικών αρχών σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Ευρωπαϊκή Ένωση, πολιτειακών αρχών και εθνικών κοινοβουλίων σε Ευρώπη, Ασία, Αυστραλία και τις ΗΠΑ τα οποία αφού προηγουμένως μελέτησαν επισταμένως όλα τα στοιχεία που είχαν στην διάθεσή τους αποφάνθηκαν:
ότι τα όσα συνέβησαν τη περίοδο 1914-1923 σε βάρος Αρμενίων Ασσυρίων και Ελλήνων έχουν όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά που προβλέπει η απόφαση του 1948 του ΟΗΕ για να θεωρηθούν ως πράξεις Γενοκτονίας.
2). Αγνοεί τις παρατηρήσεις της Επιτροπής Εξωτερικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ε.Κ.), στις 26-27 Σεπτεμβρίου του 2006 στα άρθρα 24, 28, 31, (τελικό Α 6-0269-2006) με τις οποίες εκφράζει την λύπη της, γιατί δεν έχει σημειωθεί πρόοδος σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Τουρκία, ενώ αναφέρεται και στην απαίτηση της για άμεση επαναλειτουργία της ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 50 της ίδιας έκθεσης επισημαίνεται, επίσης η ανάγκη:
«Η Τουρκία να συμβιβαστεί με το ιστορικό της παρελθόν και να διευκολύνει δίκτυο ερευνητών και ακαδημαϊκών για να έχουν πρόσβαση στα αρχεία της Τουρκίας, για να ερευνήσουν σχετικά με τις Γενοκτονίες που έγιναν την περίοδο 1914-1923 σε βάρος των Αρμενίων και κατ’ επέκταση των Ελλήνων του Πόντου και των Ασσυρίων».
3). Συνεχίζει να αγνοεί τις πρόσφατες αναγνωρίσεις από τα κοινοβούλια της Σουηδίας, της Ολλανδίας, τη Αρμενίας, της Κύπρου, της πολιτειακής Βουλής της Νέας Νότιας Ουαλίας, της Αυστραλίας, δεκάδων πολιτειών και δήμων στις ΗΠΑ και τον Καναδά, αλλά και τις σχετικές δηλώσεις του πάπα Φραγκίσκου, του πρ. προέδρου της Γερμανίας, κ. Joachim Gauck για την Γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου.
γ). Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει από την Τουρκία να συμβιβαστεί με το ιστορικό της παρελθόν, να αναγνωρίσει τα γεγονότα της περιόδου 1914-1923 σε βάρος του Ελληνισμού του Πόντου και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών ως πράξεις γενοκτονίας και να απαιτήσει να ζητήσει συγνώμη για τα όσα οι προγονοί τους έκαναν σε βάρος μας.
δ). Οι έλληνες ευρωβουλευτές να καταθέσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισμα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας η οποία έγινε σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου την περίοδο 1914-1923 και ορισμού της 19ης Μαΐου ως ευρωπαϊκής ημέρας μνήμης των θυμάτων του κεμαλισμού.
Είναι γνωστό ότι το 2013, το τουρκικό κράτος μετέτρεψε από μουσείο σε τζαμί, ένα μοναδικής αρχιτεκτονικής ελληνοχριστιανικό μνημείο του 13ου αιώνα, την Αγία Σοφία Τραπεζούντας, αγνοώντας τις χιλιάδες εκκλήσεις, τούρκων, ελλήνων και ευρωπαίων επιστημόνων και πολιτών.
Την ενέργεια αυτή καταδίκασε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στις 12/03/2014 υπερψήφισε τη σχετική τροπολογία που κατέθεσε ύστερα από πρότασή μας, ο τότε ευρωβουλευτής, κ. Γιώργος Χατζημαρκάκης, με την οποία:
«ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας Yargitay να ανακαλέσει άμεσα την απόφασή του με την οποία μετέτρεψε τον ιστορικό ναό της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας σε τζαμί».
ε). Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει από την τουρκική κυβέρνηση να συμμορφωθεί με την υπόδειξη του Ε.Κ. για την ανάγκη διάσωσης και ανάδειξης της ταυτότητας των ελληνοχριστιανικών μνημείων στον ιστορικό Πόντο και την επαναλειτουργία του ιστορικού ναού της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας ως μουσείου.
Μετά την καταστροφή, το 1923, της ιστορικής Μονής της Παναγίας Σουμελά, και την ανακαίνισή της ώστε να είναι επισκέψιμη, δεκάδες κειμήλια της εξακολουθούν να φυλάσσονται σε Τουρκικές αποθήκες.
στ). Η ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει από την Τουρκία την επιστροφή των κειμηλίων της ιστορικής Μονής της Παναγίας Σουμελά που φυλάσσονται σε διάφορους χώρους και την ανάλογη έκθεσή τους εντός της ανακαινισμένης μονής, για τους χιλιάδες προσκυνητές και τουρίστες που την επισκέπτονται.
Λόγω της διαδικτυακής επικοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες με τα εκατομμύρια Έλληνες ποντιακής καταγωγής σε όλο τον κόσμο, όπου ζουν οι ποντιόφωνοι συμπατριώτες μας, και λόγω του θρησκεύματος τους εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής της συνθήκης της Λωζάνης, διαπιστώνουμε ότι αναζητούν την εθνική τους ταυτότητα:
Ζ). Για ευνόητους λόγους, προτείνουμε να ζητηθεί από πλευράς της Ελλάδος, το άνοιγμα προξενείου στην Τραπεζούντα όπου είναι εγκατεστημένοι και ζουν χιλιάδες ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι και κρυπτοχριστιανοί.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να συμπεριλάβει στην ατζέντα των συζητήσεων με την Τουρκία όλα τα παραπάνω θέματα, γιατί πρωτίστως το οφείλει απέναντι στην ιστορία των 2.000.000 Ελλήνων ποντιακής καταγωγής.
Για να ενισχύσει την διαπραγματευτική της θέση έναντι της Τουρκίας και την διεθνή κοινότητα.
Για να βοηθήσει την τουρκική κυβέρνηση, την κοινωνία και τους πολίτες της να απελευθερωθούν από το στίγμα τους εγκλήματος της Γενοκτονίας.
*Ο Στέφανος Π. Τανιμανίδης είναι Ιστορικός-συγγραφέας, πρ. ειδικός σύμβουλος του υπ. Εξωτερικών, επίτιμος πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων