ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ
20 Ιουλίου 1974. Το πόδι του εισβολέα πάτησε τις βόρειες ακρογιαλιές της Κύπρου. H Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο παραβιάζοντας κατάφωρα όλες τις αρχές του διεθνούς δικαίου και τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών με μοναδικό σκοπό να καταλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Ένα ανεξάρτητο κράτος-μέλος του ΟΗΕ, την ύπαρξη του οποίου εγγυήθηκε η ίδια μαζί με την Ελλάδα και την Βρετανία το 1959, κατά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Για την επίτευξη του σκοπού της η Τουρκία χρησιμοποίησε όλα τα ΝΑΤΟϊκά όπλα με τα οποία ήταν εξοπλισμένη, με την πολιτική ανοχή, την ενθάρρυνση και τη στήριξη στο εγκληματικό της έργο από τις ΗΠΑ και την Αγγλία, εκμεταλλευόμενη το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου το οποίο προκάλεσε η δικτατορία του Ιωαννίδη στις 15 Ιουλίου.
Πέρασαν από τότε 47 χρόνια και το νησί εξακολουθεί να παραμένει διαιρεμένο βίαια και ένα μεγάλο τμήμα του, το 37%, υπό την κατοχή του τουρκικού στρατού. Οι 200.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες παραμένουν εκτοπισμένοι και ξεριζωμένοι στην ίδια τους την πατρίδα, κι αυτοί και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Το ανθρωπιστικό πρόβλημα των 1.619 αγνοουμένων συνεχίζει να υφίσταται, αφού η Τουρκία εμποδίζει την εξακρίβωση της τύχης τους, ούσα υπεύθυνη για θηριωδίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις, εν ψυχρώ δολοφονίες αιχμαλώτων πολέμου και ομαδικούς τάφους. Με την πολιτική εθνοκάθαρσης που ακολούθησε τα 47 αυτά χρόνια, από τους 20.000 εγκλωβισμένους που αρχικά παρέμειναν στα χωριά τους, σήμερα είναι ελάχιστοι αυτοί που διαμένουν στην κατεχόμενη Κύπρο.
Η Τουρκία συστηματικά και μεθοδικά και με κάθε τρόπο προσπαθεί να εξαλείψει την πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά 9.000 χρόνων από την κατεχόμενη κυπριακή γη, ενώ αντικαθιστά αυθαίρετα τα ελληνικά τοπωνύμια με τουρκικά, με στόχο να μετατρέψει το κατεχόμενο τμήμα σε τουρκική επαρχία. Όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο και βλοσυρό βλέμμα των πέραν των 35.000 τούρκων στρατιωτών. Παράλληλα φροντίζει για τη δημογραφική αλλοίωση της Μεγαλονήσου, μεταφέροντας από την Ανατολία χιλιάδες εποίκους και εξαναγκάζει τους Τουρκοκυπρίους να εγκαταλείψουν το νησί.
Η Τουρκία εδώ και 47 χρόνια ελέγχει στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου και παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, πέρα από μέλος του ΟΗΕ, ανήκει από το 2004 στην οικογένεια της ΕΕ, με την ελπίδα ότι μέσα από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και με την στήριξη του ΟΗΕ και των ΗΠΑ θα απελευθερωνόταν από τις τουρκικές κατοχικές δυνάμεις. Δυστυχώς, οι όποιες «πιέσεις» ασκούνται προς την Τουρκία είναι χωρίς αντίκρυσμα, αφού όπως δείχνουν μέχρι σήμερα τα πράγματα, η Τουρκία έχει εντός της ΕΕ περισσότερους φίλους και συμμάχους από όσους έχουν η Κύπρος και η Ελλάδα μαζί.
Η Τουρκία φαίνεται να μην νοιώθει καμία απειλή. Συνεχίζει προκλητικά και ατιμώρητα το έργο της. Περιφρονεί όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, παραβιάζει και παρεμβαίνει στην Κυπριακή ΑΟΖ και απειλεί με πόλεμο εάν δεν ικανοποιηθούν πλήρως οι αξιώσεις της, που είναι η διχοτόμηση και ο πλήρης έλεγχος της Κύπρου.
47 χρόνια κατοχής… Ο χρόνος και η κόπωση δεν πρέπει να πτοήσουν τον κυπριακό λαό. Πρέπει να παραμείνει πιστός στις επάλξεις του αγώνα για Απελευθέρωση και Επιστροφή στις πατρογονικές του εστίες διατρανώνοντας ότι τα σύνορα του δεν είναι στα οδοφράγματα. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και η εκατέρωθεν κινητικότητα δεν είναι ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ. Απελευθέρωση θα έλθει όταν αποσυρθούν όλα τα κατοχικά στρατεύματα και όταν αφεθεί ο λαός της Κύπρου να ζήσει δημοκρατικά και ελεύθερα χωρίς πάτρωνες και εγγυήτριες δυνάμεις.
Πάνος Ιωαννίδης
47 χρόνια επιδρομικής κατοχής…
Διάγνωση & Προτροπή, για όσο υπάρχει Κυπριακή Δημοκρατία.
«…η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ είναι έννοια απόλυτη,
είτε είσαι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ είτε είσαι ΣΚΛΑΒΟΣ…»
Ο Πάνος Ιωαννίδης, νομικός και ανεξάρτητος πολιτευτής, με αφορμή την επέτειο των 47 ετών από την συμπλήρωση 47 ετών από την τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% της Κύπρου, μιλάει στο SPEAKNEWS και τον Ανδρέα Γερμανό για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το Κυπριακό ζήτημα όλα αυτά τα χρόνια, θέτει ως κομβικό σημείο στην εξέλιξη των πραγμάτων το Σχέδιο Ανάν, αποδίδει ευθύνες στις κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν το θέμα έκτοτε, και προτείνει την στάση που θα έπρεπε να κρατήσουν από εδώ και στο εξής οι πολιτικές ηγεσίες τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας, απέναντι σε Τουρκία και Μ. Βρετανία, ενώ θέτει ενώπιον των ευθυνών του τον Γ.Γ. του ΟΗΕ.
Κύριε Ιωαννίδη, που βρίσκεται το Κυπριακό σήμερα, 47 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή; Θα θέλαμε ένα σχόλιό σας.
Καταρχήν σας συγχαίρω για την έκδοση και δωρεάν κυκλοφορία του ιδιαίτερα αξιόλογου περιοδικού SPEAKNEWS Magazine και ευχαριστώ για τη φιλοξενία και δικής μου συνέντευξης. Η συνέντευξη είναι, βεβαίως, αφιερωμένη στην επέτειο των παράνομων και καταστροφικών γεγονότων, που σημάδεψαν Κύπρο & Ελλάδα το 1974.
Στα 47 χρόνια που πέρασαν από το 1974, όσοι ενδιαφέρονται για την Κύπρο, την Ελλάδα και τον Ελληνισμό φρόντισαν να μάθουν και να αποκτήσουν άποψη… Πολλοί δε αξιόλογοι επιστήμονες ποικίλων ειδικοτήτων (ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, πολιτευτές κ.ά.) καθώς και άσχετοι, διαρκώς προσφέρουν “πλούσια τροφή για προβληματισμό”… Όλοι ανεξαίρετα, ακόμα και οι πλέον άσχετοι, μέσα από τη “σύγκρουση με τη λογική” που προκαλεί η ασχετοσύνη τους.
Γι’ αυτό, δεν θα κουράσω με «ιστορικές αναδρομές, πρωτογενείς ευθύνες και άλλα ανώφελα». Θα περιοριστώ στην επιγραμματική διάγνωση της “ανίατης ασθένειας” που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «Κυπριακό Πρόβλημα», καταθέτοντας και το δικό μου «Δια Ταύτα», τη δική μου προτροπή.
Ποια είναι λοιπόν η δική σας διάγνωση;
Με σημείο αναφοράς την ημέρα του Δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου 2004, κατά την οποίαν ο νόμιμος Κυπριακός Λαός καταβαράθρωσε το «Σχέδιο Λύσης Ανάν» με 76%, δίδοντας βροντερή ετυμηγορία για το «τί δεν επιθυμεί», εντοπίζω επιγραμματικά τα ακόλουθα:
Εκδηλώθηκε άμεσα συνωμοτική προσπάθεια, με πρωταγωνιστές τους Βρετανούς, τους Τούρκους και Ελληνόφωνους συνεργάτες τους και με στόχο την ανατροπή του αποτελέσματος του Δημοψηφίσματος, την ωραιοποίηση και επαναφορά των καταστροφικών προνοιών του «Σχεδίου Ανάν» υπό την ονομασία «Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ)», αποθρασύνοντας πλέον πλήρως τους Τούρκους και στρώνοντας το χαλί για την πλήρη Τουρκοποίηση της Κύπρου και την Προσάρτηση του Νησιού στην Τουρκία.
Ο αείμνηστος τότε Προέδρος Τάσσος Παπαδόπουλος εμφάνισε σοβαρή αδυναμία «να διαχειριστεί ως όφειλε την ετυμηγορία του Δημοψηφίσματος και αποδέχθηκε την παραμονή του καταστροφικού “Σχεδίου” στο τραπέζι των συνομιλιών», ενώ το ίδιο προέβλεπε ότι “εάν απορριφθεί, θα θεωρείτο ως μη υπάρχον”…».
Τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο διαδέχθηκε στην προεδρία ο Γ.Γ. του Κομμουνιστικού Κόμματος ΑΚΕΛ, ο αείμνηστος Δημήτρης Χριστόφιας, τον οποίον, μετά από μια πολύπλευρα καταστροφική θητεία (2008-2013) διαδέχθηκε ο επί κεφαλής του Δεξιού Κόμματος ΔΗΣΥ Νίκος Αναστασιάδης για δύο συνεχόμενες θητείες (2013-2023).
Να σημειωθεί, ότι οι ηγεσίες των δύο αυτών “ιδεολογικά αντιθέτων” Κομμάτων, με τη συνδρομή και μερικών άλλων κομματικο-πολιτικών κομπάρσων, αλληλο-υποστηρίχθηκαν για την εκλογή Προέδρου το 2008, το 2013 και το 2018, όπως συνέβη και το 1988 (με την εκλογή του Γιώργου Βασιλείου), αλλά και μετά μέχρι το 2003 (επί προεδρίας του αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη) αναφορικά με τους χειρισμούς του Κυπριακού Ζητήματος.
Κατά τις τρεις προεδρίες Χριστόφια-Αναστασιάδη, η αποδόμηση της Κυπριακής Οικονομίας υπήρξε ραγδαία και ανελέητη, για να χρησιμεύσει -με την ταυτόχρονη και πολύμορφη έξαρση της διαφθοράς και την ισοπέδωση της βούλησης του Λαού για αντίσταση- ως το κύριο στοιχείο κοινωνικής δυσπραγίας, ηττοπάθειας, εκφυλισμού του φρονήματος, από-προσανατολισμού και ψυχαναγκασμού του Λαού να αποδεχτεί την καταστροφική ΔΔΟ, υπό το δόλιο σύνθημα «είτε ΔΔΟ είτε Διχοτόμηση»…
Η Συνωμοσία για ανατροπή του “76% ΟΧΙ” τσιμεντώθηκε με το “Κοινό Ανακοινωθέν Χριστόφια με τους Τούρκους το 2008”, επισημοποιήθηκε με τη “Συμφωνία Αναστασιάδη με τους Τούρκους το 2014” και ισχυροποιείται διαρκώς (με προτροπή των Συνωμοτών) με τη συμπεριφορά ηττοπάθειας και ολιγωρίας των εκάστοτε Κυβερνήσεων Κύπρου & Ελλάδος.
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος “ευαγγελίζονται” το Ευρωπαϊκό & Διεθνές Δίκαιο για τα προσχήματα, αλλά ενεργούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενθαρρύνοντας τον ΓΓ του ΟΗΕ να υποβάλλει ανοησίες και υποσκάπτοντας τα δύο Ελληνικά Κράτη.
Αυτή είναι η δική μου διάγνωση.
Και ποιο είναι το «Δια Ταύτα» και η προτροπή σας, στα οποία αναφερθήκατε στην έναρξη αυτής της συνέντευξης;
Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος να τερματίσουν τον “εθνικό εμπαιγμό” και να πράξουν το καθήκον τους, πριν από κάθε άλλη “επαφή” με Βρετανούς & Τούρκους-μεγιστοποιώντας πολύμορφα την Αμυντική Ισχύ Κύπρου & Ελλάδος, καταγγέλλοντας από κάθε Διεθνές Βήμα όλα τα (συνεχιζόμενα για 70 χρόνια) Βρετανο-Τουρκικά Εγκλήματα κατά της Κύπρου, καταγγέλλοντας τη συνωμοτική παρανομία Βασιλείου-Θάτσερ με το Ψήφισμα ΟΗΕ 649/1990 περί ΔΔΟ, καταγγέλλοντας τις υποβολιμαίες ανοησίες του εκάστοτε ΓΓ, αρχίζοντας από το “Σχέδιο Ανάν” που όφειλε να ευρίσκεται στα σκουπίδια από το 2004, επεκτείνοντας τα Χωρικά Ύδατα της Ελλάδος στα 12 ναυτικά μίλια, οριοθετώντας τις ΑΟΖ Ελλάδος-Κύπρου, κλείνοντας τα Παράνομα Οδοφράγματα, απαγορεύοντας και ποινικοποιώντας κάθε επαφή με την παράνομη Τουρκική Επιτροπή Αποζημιώσεων και την εκποίηση κυρίαρχης κυπριακής Γης, διεκδικώντας όλα τα Νόμιμα, Ευρωπαϊκά Δικαιώματα Κύπρου & Ελλάδος, προστατεύοντας τα Εθνικά και Ευρωπαϊκά Σύνορα από κάθε παρανομία, και καταθέτοντας σε ΟΗΕ και ΕΕ πλήρη Πρόταση, για Δίκαιη, Βιώσιμη, Λειτουργική και Αξιοπρεπή κατάληξη του Κυπριακού Ζητήματος, στη βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Ο δε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, να εξαποστείλει κάθε (αμφιβόλου ποιότητας και εμπιστοσύνης) Εκπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ, με το εξής μήνυμα προς τον ίδιο:
«Κύριε Γενικέ Γραμματέα, κατάλαβες τί ζητούν αυτοί;;
Θέλουν, να διαλύσω το Κράτος μου και να χάσω την ευρωπαϊκή μου ταυτότητα… να τους δώσω το μισό για να αποκτήσουν “2ο Τουρκικό Κράτος” και να κρατήσω το υπόλοιπο… να διαφεντεύουν και στο δικό μου με τις “κεκτημένες συγκλήσεις”… να κατακλύσουν ολόκληρη την Κύπρο με εποίκους… να καταρρεύσει το όποιο “διζωνικό, δικοινοτικό μόρφωμα”… και να προσαρτήσουν το Νησί μου στην Τουρκία.
Να ξαναδιαβάσεις όλα τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ περί Κύπρου, να πετάξεις το συνωμοτικό Ψήφισμα 649/1990 περί ΔΔΟ των Βασίλειου-Θάτσερ διότι είναι παράνομο μαζί με το “Σχέδιο Ανάν” όπως οφείλεις, να δεις λίγο τις Αρχές του Χάρτη των ΗΕ και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, να χωνέψεις ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κυρίαρχο Κράτος-μέλος του ΟΗΕ και ισότιμο Κράτος-μέλος της ΕΕ, της οποίας η Βρετανία και η Τουρκία δεν είναι, εάν έχεις απορίες να σου τις λύσουμε και τότε «να σκεφτείς πώς θα μας προσεγγίσεις».
Αρκετές 10ετίες χαραμίσαμε με βλακώδεις “διπλωματίες” και δήθεν “προσπάθειες εξευμενισμού των Βαρβάρων” και αρκετές βρετανιές και άλλες αααααααααααανοησίες ακούσαμε και ανεχτήκαμε.
Έχουμε Πρόταση, βασισμένη αποκλειστικά στις Αρχές και Αξίες των ΗΕ και της ΕΕ, οι οποίες την καθιστούν αναντίλεκτη. Μόλις είσαι έτοιμος, μπορούμε να συναντηθούμε να σου την αναπτύξουμε.
Από σήμερα, εμείς μιλούμε μόνο για «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ»… Πρώτα αποχώρηση παράνομων Στρατευμάτων Κατοχής και Εποίκων και Πλήρης Αποκατάσταση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και μετά οποιαδήποτε άλλη συζήτηση, βάσει της δικής μας Πρότασης.
Και υπενθυμίζουμε 2 πράγματα:
Πρώτον: ότι η Βρετανία και η Τουρκία δεν είναι “Εγγυήτριες Δυνάμεις” από το 1963, διότι αυτό-καταργήθηκαν, όταν κινήθηκαν συνωμοτικά και αιματηρά, για να καταλύσουν το Κράτος του οποίου είχαν εγγυηθεί την Ανεξαρτησία & Εδαφική Ακεραιότητα, και αυτή η συνωμοσία συνεχίζεται για έξη 10ετίες, μέχρι και σήμερα.
Δεύτερον: ότι οι “Βρετανικές Βάσεις” στην Κύπρο είναι παράνομες και θα πρέπει να καταργηθούν και να αντικατασταθούν με άλλη διευθέτηση. Έχουμε και για τούτο Πρόταση, αλλά δεν είναι της παρούσης.
Τέλος, δηλώνουμε ότι «κάθε αυτόβουλη επαφή σας πλέον με το Ψευδοκράτος θα καταγγέλλεται ως παράνομη» και ότι «όλες οι συναντήσεις για το Κυπριακό Ζήτημα θα γίνονται στο Προεδρικό Μέγαρο της Κυπριακής Δημοκρατίας». Όποιος την αναγνωρίζει, είναι καλοδεχούμενος.
Φιλικά και Υπογραφή»
Εάν ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή/και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος αδυνατούν να ανταποκριθούν, οφείλουν να παραιτηθούν και να αναλάβουν άλλοι που, ίσως, μπορούν καλύτερα…
Κύριε Ιωαννίδη, αναφερθήκατε σε «πλήρη Πρόταση». Μπορείτε να επεκταθείτε λίγο ακόμα;
Η Δίκαιη, Βιώσιμη και Αξιοπρεπής κατάληξη του Κυπριακού Ζητήματος προϋποθέτει τρία πράγματα:
Πρώτον: Να συνειδητοποιήσουμε (Κύπρος & Ελλάδα) ότι «για πολλές 10ετίες, βρισκόμαστε σε λανθασμένη πορεία», γεγονός που αποδεικνύεται διαχρονικά…
Δεύτερον: Το Κυπριακό Ζήτημα να τοποθετηθεί -για 1η φορά- στην ορθή του βάση, ως Ζήτημα Παράνομης Εισβολής & Κατοχής με σκοπό την Κατάκτηση, δηλαδή διεθνώς παράνομης Επιδρομής. Αυτή η θέση να τεκμηριωθεί αναντίλεκτα, να υποστηριχθεί διεθνώς και να καθοριστούν, σε Εθνικό Επίπεδο, οι Στόχοι και η Στρατηγική, με αντικειμενικό σκοπό την ανατροπή των συνεπειών της επιδρομής.
Τρίτον: Η Κυπριακή Κυβέρνηση να καταθέσει -για 1η φορά- στον ΟΗΕ & στην ΕΕ «τη δική της, πλήρη Πρόταση για την Ορθή Πορεία & Κατάληξη του Κυπριακού Ζητήματος», που να αφορά όλα τα Κεφάλαια της Κυπριακής Πολιτείας, να αφορά ολόκληρο τον νόμιμο Κυπριακό Λαό (Έλληνες, Οθωμανούς, Αρμένιους, Λατίνους και Μαρωνίτες) και να έχει προ-εγκριθεί σε Δημοψήφισμα.
Αυτή η Πρόταση υπάρχει. Δημιουργήθηκε το 2009, επικαιροποιήθηκε το 2016 και διαβιβάστηκε προς κάθε ιθύνοντα, χωρίς καμιά ανταπόκριση.
Η Πρόταση αφορά όλους τους νόμιμους Κυπρίους, είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις Πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και των Αρχών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προνοεί για «Κίνητρα Επανένταξης των αποσχισθέντων Οθωμανών Κυπρίων στο νόμιμο Κράτος, προνοεί για όλα τα Κεφάλαια Εξωτερικής Πολιτικής & Εσωτερικής Διακυβέρνησης και το αξίωμα της είναι το αυτονόητο:
«Εξέλιξη που οδηγεί σε άμεση ή έμμεση κατάργηση του ενιαίου, κυρίαρχου, διεθνώς αναγνωρισμένου, ευρωπαϊκού Κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν συζητείται. Κάθε άλλο θέμα συζητείται, νοουμένου ότι οι αποφάσεις δεν θα θίγουν την κυριαρχία του Κράτους και δεν θα πλήττουν τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των νομίμων Κυπρίων Πολιτών.»
Η Πρόταση καλεί τον Πρόεδρο και την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας να την υιοθετήσουν, να την επεξεργαστούν, να αναπτύξουν πλήρη Στρατηγική για την Υλοποίηση της, να την καταστήσουν Λαϊκή Εντολή σε Δημοψήφισμα και να την αναγάγουν διεθνώς, ως απαραβίαστη γραμμή πλεύσης προς την ορθή πορεία και κατάληξη του κυπριακού ζητήματος.
Ισχυρότατο επιχείρημα υπέρ της Πρότασης είναι το γεγονός, πως «οτιδήποτε άλλο συμβεί στην Κύπρο είναι απότοκο της Τουρκικής Επιδρομής και, συνεπώς, είναι εξ ορισμού απορριπτέο, ως ευρωπαϊκά και διεθνώς παράνομο».
Για την επιτυχή υλοποίηση της Πρότασης, θα πρέπει πρωτίστως να πραγματωθεί «η αποχώρηση των παράνομων στρατευμάτων και εποίκων», δηλαδή να τερματιστεί η Τουρκική Επιδρομή και να αποκατασταθούν όλα τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για κάθε νόμιμο Κύπριο Πολίτη.
Με δύο λόγια, Κύπρος και Ελλάδα καλούνται να υιοθετήσουν και απαράβατα να ακολουθήσουν γραμμή «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ».
Σημειώνω, ότι αυτά λέγονται, την ώρα που ο Τούρκος Σουλτάνος ετοιμάζει την ομιλία του της 20ης Ιουλίου 2021 στην Αμμόχωστο, με νέες απειλές για την Πόλη μου, για ολόκληρη την Κύπρο, για την Κυπριακή ΑΟΖ, για το Αιγαίο, για την Θράκη και να δούμε «για τί άλλο». Γεγονός, που οι Ξένοι Εχθροί και οι Ντόπιοι Εφιάλτες της Κύπρου και της Ελλάδος εμφανίζουν ως δήθεν “ανυπέρβλητο κίνδυνο, έναντι του οποίου οφείλουμε να προσπέσουμε και να υποταχθούμε“…
Τα όσα οι (εκτός και εντός) εχθροί προπαγανδίζουν είναι υποβολιμαία και λέγονται, ακριβώς για να πεισθεί ο Λαός να ενδώσει και να συμφωνήσει με καταστροφικές διευθετήσεις. Αλλιώς, μέσα σε 47 χρόνια θα τα είχαν ήδη ολοκληρώσει…
Δηλώνω κατηγορηματικά, ότι «η διεθνώς παράνομη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ή/και απομείωση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορούν να επιβληθούν από κανέναν απολύτως, εκτός εάν ο Λαός της Κύπρου ή/και της Ελλάδος αποφασίσει ο ίδιος την όποια μετατροπή του πολιτεύματος του ή αλλαγή των νομίμων συνόρων του».
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε κλείνοντας αυτή τη συνέντευξη;
Απλώς, ότι η «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» είναι έννοια απόλυτη… Είναι μαύρο ή άσπρο… Δεν γίνεται να είσαι «λίγο ελεύθερος»… Είτε είσαι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, είτε είσαι ΣΚΛΑΒΟΣ… Και, άμα είσαι σκλάβος -όπως είναι ολόκληρη η Κύπρος και όχι μόνον η κατεχόμενη- πρώτα πρέπει ΝΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙΣ και, τότε, να αποφασίσεις ελεύθερα για το Μέλλον του Τόπου σου & των Παιδιών σου.
Η ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΔΙΖΩΝΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ, ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΚΡΑΤΗ
Γράφει ο Περικλής Νεάρχου, Πρέσβης ε. τ.
Οι ευθύνες των ηγεσιών , που οδήγησαν το Κυπριακό στη σημερινή κατάσταση, κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού, είναι βαρύτατες και δεν έχουν καμιά δικαιολογία. Είναι μια αλυσίδα υποχωρήσεων και διολισθήσεων, που έγιναν μέσα στο κενό μιας πραγματικής στρατηγικής. Τα τετελεσμένα γεγονότα του 1974 ανάγκασαν ακόμη και τον άκαμπτο ηγέτη της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να προβεί σε μεγάλες υποχωρήσεις, με την ελπίδα ότι θα διέσωζε το ενιαίο κράτος και το ρόλο του Κυπριακού Ελληνισμού σ’ αυτό, έστω και με οδυνηρούς συμβιβασμούς.
Δέχθηκε, συγκεκριμένα, διπεριφερειακή ομοσπονδία, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Κορυφής του 1977, κατά τη συνάντησή του τότε με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Πολλοί και μεταξύ αυτών πρώτος ο πρώην Πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου και η ηγεσία του ΑΚΕΛ σπεύδουν να χρεώσουν τη διζωνική ομοσπονδία στον Μακάριο, υποστηρίζοντας ανακριβώς ότι αυτός δέχθηκε πρώτος τη διζωνική ομοσπονδία, με τη Συμφωνία Κορυφής του 1977. Προφανώς, οι ίδιοι έχουν κάθε λόγο να το υποστηρίζουν. Ο Γιώργος Βασιλείου, γιατί επί δίκης του Προεδρίας έγινε, για πρώτη φορά, δεκτή η διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα μάλιστα, συνεργάσθηκε, επιπλέον, παρασκηνιακά, με τον Βρετανικό παράγοντα για να περιληφθεί η ορολογία της διζωνικής σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας (στο ψήφισμα 649). Τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, που είναι φίλοι της Κύπρου, δεν αντέδρασαν, εφόσον η Κύπρος το αποδεχόταν.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ συμπορεύθηκε με τον Μακάριο, μετά από μια σύντομη αντιπολίτευση το 1960, μέχρι το 1974.Μετά το πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή, άρχισε να αλλάζει θέση και να συντάσσεται με την υποχωρητική πολιτική του Προεδρεύοντος για ένα διάστημα Γλαύκου Κληρίδη και να ασκεί πιέσεις στον Μακάριο για υποχωρήσεις, ώστε να εξευρεθεί συμβιβαστική λύση. Ασφαλώς, και ο Μακάριος επεδίωκε συμβιβαστική λύση, συμφωνώντας να δώσει π. χ., προτάσεις επί χάρτου. Οι Τουρκικές όμως απαιτήσεις ήταν λεόντειες και εντελώς αδιάλλακτες. Συνάγοντας τα συμπεράσματά του από την κατάσταση αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος άφησε τις πολιτικές του υποθήκες για το χειρισμό του Κυπριακού, με την τελευταία του ομιλία, από τον προμαχώνα των Ενετικών τειχών, στην πλατεία Ελευθερίας, στη Λευκωσία. Η σύνοψη των υποθηκών του ήταν ότι ο Κυπριακός λαός πρέπει να είναι έτοιμος για μακρό αντικατοχικό αγώνα, εάν χρειασθεί, και ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες πρέπει να διεξάγονται μέσα σε σύντομο διάστημα. Διαφορετικά, υπογράμμισε, μπορούν να γίνουν εργαλείο διπλωματικού αποπροσανατολισμού και παρουσιάσεως του Κυπριακού όχι ως θέματος εισβολής και κατοχής, αλλά ως θέματος διακοινοτικής διαμάχης.
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, η ηγεσία του ΑΚΕΛ ήθελε να προχωρήσει σε απροκάλυπτη ενδοτική πολιτική. Η στροφή είχε αρχίσει ζώντος ακόμη του Μακαρίου. Ήθελε όμως, ταυτόχρονα, να συγκαλύψει αφ ‘ ενός την αλλαγή πολιτικής και αφ’ ετέρου να εκμεταλλευθεί την πολιτική κληρονομιά του Μακαρίου και να παρουσιάσει τη δική του πολιτική ως δήθεν συνέχεια της πολιτικής Μακαρίου.
Στο πλαίσιο αυτό, άρχισε να παρουσιάζει την πολιτική του ΑΚΕΛ υπέρ της διζωνικής ως δήθεν πολιτική Μακαρίου. Ο τελευταίος όμως δεν αρνήθηκε τυχαία, ως το τέλος, να κάνει λόγο για διζωνική. Γνώριζε καλά ποιές ήταν οι πραγματικές Τουρκικές θέσεις και ποιό ήταν το νόημα της διζωνικής, που παρουσιάζεται με το διεθνώς αποδεκτό περίβλημα της ομοσπονδίας. Η έννοια της ζώνης παραπέμπει σε χωριστή κρατική οντότητα και σε σύνορα. Η διζωνική ομοσπονδία ανατρέπει και ακυρώνει τις τρεις ελευθερίες, που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έθεσε ως όρο για ν’ αποδεχθεί τη διπεριφερειακή ομοσπονδία. Οι τρεις αρχές ήταν: η ελεύθερη διακίνηση, η ελεύθερη εγκατάσταση και το δικαίωμα περιουσίας.
Η διαπραγμάτευση, με βάση τη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική μάλιστα ισότητα, οδήγησε μοιραία σε διαδοχικές υποχωρήσεις και διολισθήσεις της Ελληνικής πλευράς, επιτομή των οποίων ήταν το Σχέδιο Ανάν. Η απόρριψή του, με συντριπτική πλειοψηφία, από τους Ελληνοκυπρίους και η ένταξη, παραλλήλως, της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλο το νόμιμο έδαφός της, περιλαμβανομένων των κατεχομένων, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για την Κύπρο, το οποίο η Ελληνική πλευρά έπρεπε να το εκμεταλλευθεί. Αναφορά για την επίλυση της εσωτερικής πτυχής, έπρεπε να είναι εφεξής το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, το οποίο αποτελεί και συμβατικό δίκαιο για κάθε χώρα – μέλος. Αναφορά για την εξωτερική πτυχή έπρεπε να είναι το γεγονός ότι τα κατεχόμενα αποτελούν και κατεχόμενο Ευρωπαϊκό έδαφος.
Γιατί η Ελληνική πλευρά δεν αναπροσάρμοσε τη στρατηγική της; Γιατί επανεγκλωβίσθηκε στο πλαίσιο της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα; Γιατί δεν αξιοποίησε τη νέα στρατηγική κατάσταση, που δημιουργήθηκε, με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Τα ερωτήματα αυτά είναι αμείλικτα και δείχνουν ανάγλυφα την ανεπάρκεια, τη μικρόνοια, την υποτέλεια, τη στρατηγική μυωπία και τον αυτοκαταστροφικό ενδοτισμό που διαπνέει τις ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ, αλλά και τους διαδοχικούς Προέδρους και άλλα μικρότερα κόμματα.
Η μεγάλη αυτοκαταστροφική στροφή έγινε, με τη διάρρηξη των σχέσεων του ΑΚΕΛ με το ΔΗΚΟ του Τάσσου Παπαδόπουλου, την ανεξάρτητη κάθοδο του ΑΚΕΛ στις Προεδρικές εκλογές του 2008 και την εκλογή Χριστόφια ως νέου Προέδρου. Το μέγεθος της πολιτικής αλλαγής αποτυπώθηκε γρήγορα στο κοινό ανακοινωθέν Χριστόφια – Ταλάτ, τον Μάιο του 2008. Οι δυο πλευρές συμφώνησαν για “λύση” του Κυπριακού, με διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, η οποία θα περιελάμβανε δυο “ίσα” συνιστώντα κράτη.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ταλάτ, μιλώντας ένα χρόνο αργότερα σε δημοσιογράφους, στην Τουρκία και στην Κύπρο, απεκάλυψε ότι αυτό, που είχαν συμφωνήσει με τον Χριστόφια, ήταν ουσιαστικά συνομοσπονδία, αλλά, για να μη δημιουργήσουν πρόβλημα στην Ελληνική πλευρά, που δεχόταν επισήμως μόνο ομοσπονδία, χρησιμοποιούσαν τον όρο ομοσπονδία, για λόγους “εποικοδομητικής ασάφειας”.
Τα ίδια επανέλαβε ο διάδοχος του Χριστόφια Αναστασιάδης, σε κοινό ανακοινωθέν με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερογλου, το Φεβρουάριο του 2014. Η πολιτική αυτή συνεχίσθηκε, με αλλεπάλληλες διολισθήσεις της Ελληνικής πλευράς στο κρίσιμο θέμα της λεγόμενης “πολιτικής ισότητας”, αλλά και σε άλλα. Σε ό, τι αφορά ειδικά την πολιτική ισότητα, εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών ανέλαβε να κατευνάσει τους φόβους της Ελληνικής πλευράς, “εξηγώντας” ότι η πολιτική ισότητα δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα, αλλά “μόνο” αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εξουσία. Στις διαπραγματεύσεις όμως που ακολούθησαν, πότε εκβιάζοντας με την Καρπασία, πότε με το Μόρφου και την Αμμόχωστο, η Τουρκική πλευρά κατόρθωσε να πάρει και την εκ περιτροπής Προεδρία και Τουρκικό βέτο σε όλα τα επίπεδα και πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο, που να εξαιρεί τους Ελληνοκυπρίους από τα δικαιώματα, που έχουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα των “μεγάλων διαπραγματευτών” της Ελληνικής πλευράς και του Προέδρου και των ηγεσιών των δύο μεγάλων κομμάτων, που τους κατευθύνουν. Οι τρεις ελευθερίες, που είχαν τεθεί ως προϋπόθεση για ομοσπονδιακή λύση, ανετράπησαν, ντε φάκτο, με την αποδοχή της διζωνικής. Η αποδοχή επιπλέον της περιβόητης “πολιτικής ισότητας”, έθεσε τις βάσεις για την υποδούλωση της Ελληνικής πλειοψηφίας στην Τουρκοκυπριακή μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα. Φαντάζουν τραγική ειρωνεία τα ανερμάτιστα ιδεολογήματα του ΑΚΕΛ, που τα υιοθέτησε ως δήθεν εθνική πολιτική και το ΔΗΣΥ, περί προσεγγίσεως με τους Τουρκοκυπρίους, ως βάσεως για τη “λύση” του Κυπριακού. Η περιβόητη “προσέγγιση” με τους Τουρκοκυπρίους έγινε προσέγγιση με τον Αττίλα.
Αναφέραμε παραπάνω με ποιόν τρόπο θα είναι συμβατή μια τέτοια “λύση” με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Με την εξαίρεση των Ελληνοκυπρίων από τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι.
Η θλιβερή αυτή και ανάξια πορεία του Κυπριακού, αποτελεί εθνικό όνειδος και λαμβάνει χώραν, όταν το στρατηγικό σκηνικό στην περιοχή έχει πλήρως ανατραπεί και η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, έχουν στο πλευρό τους ισχυρούς συμμάχους. Η πορεία αυτή πρέπει να ανατραπεί, με την κινητοποίηση και αντίσταση του Κυπριακού λαού, που δεν φαίνεται να έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πλήρως τους κινδύνους που διατρέχει.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμισθεί η απαράδεκτη πολιτική αποστασιοποιήσεως από το Κυπριακό, που ακολουθεί η Ελληνική Κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που η Άγκυρα οργανώνει κυριολεκτικά έφοδο για να θέσει υπό τον γεωπολιτικό της έλεγχο ολόκληρη την Κύπρο. Θα έπρεπε και για την Ελληνική Κυβέρνηση να είναι προφανές ότι εάν “πέσει” η Κύπρος, οι στρατηγικές συνέπειες θα ήταν ασύλληπτες για ολόκληρο τον Ελληνισμό.
Γιατί Ελλάδα και Κύπρος πήγαν στην Πενταμερή Διάσκεψη στη Γενεύη; Δεν γνώριζαν τι θέματα θα έθετε ο Ερσίν Τατάρ; Πως είναι δυνατόν να ανέχονται την υπόσκαψη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον ανάξιο Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες και τους εντεταλμένους του, που ενεργούν ως φερέφωνα της Βρετανικής διπλωματίας; Γιατί συζητούν Ελλάδα και Κύπρος τη συμμετοχή τους σε νέα Πενταμερή Διάσκεψη; Για να συζητήσουν τι; Τα δυο “ίσα” κράτη ως “λύση” δήθεν του Κυπριακού;
Η μόνη απάντηση στη σημερινή απαράδεκτη και άκρως επικίνδυνη κατάσταση στην Κύπρο είναι:
– μια άλλη στρατηγική, που να επανατοποθετεί το Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής,
– η διαφύλαξη ως κόρης οφθαλμού της Κυπριακής Δημοκρατίας,
– η εσπευσμένη προώθηση της αμυντικής θωρακίσεως της Κύπρου και η αναβίωση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου.
Η Κύπρος δεν έχει κανένα λόγο να επισπεύδει για δήθεν “λύση”, που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό τον γεωπολιτικό έλεγχο της Άγκυρας, εφόσον, με μια τέτοια “λύση”, καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να λαμβάνεται, χωρίς τη γνώμη της Άγκυρας.
Ayse Tatile Ciksin
Του Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Ουδείς πλέον αμφιβάλλει σήμερα ότι το Κυπριακό απέχει πολύ από το να ευρίσκεται πλησίον των στόχων και των παραστάσεων της λύσης όπως η ελληνική πλευρά τους διαμόρφωσε αμέσως μετά την εισβολή. Ελάχιστοι, όμως, αμφιβάλλουν ότι οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος διολισθαίνουν βαθμιαία και σταθερά προς τις τουρκικές θέσεις.
Ως γνωστόν, η εφιαλτική για την ελληνική πλευρά εκείνη διάσκεψη κατέρρευσε και οδήγησε στην επιχείρηση Αττίλας ΙΙ και στην κατάληψη του 34% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον τουρκικό στρατό. Η διαχρονική επιμονή της Άγκυρας να συνοδεύει τις απαιτήσεις της στο Κυπριακό με την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας, υπομιμνήσκει τη συνοχή, σταθερότητα, αποδοτικότητα και προσήλωση στους στρατηγικούς στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό.
Αυτός ο στρατηγικός παραλληλισμός εντοπίζεται, από τη μια, στην προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να μεγιστοποιήσει τις αξιώσεις της, καταθέτοντας προτάσεις που να κατοχυρώνουν την υπόσταση του ψευδοκράτους και μέσω αυτού να προωθήσει τις δικές της επεκτατικές βλέψεις, προκειμένου να τις απορρίψει η ελληνική πλευρά και, από την άλλη, τις προτάσεις που κατέθεσε η τουρκική πλευρά στη Διάσκεψη της Γενεύης του 1974, και τις οποίες ο συντάκτης των διχοτομικών προτάσεων εκείνων, στρατηγός Κεμάλ Γιαμάκ (διευθυντής τότε του Γραφείου Ειδικού Πολέμου στο οποίο υπήγετο η ΤΜΤ), όπως γράφει στα απομνημονεύματά του (Gölgede Kalan İzler ve Gölgeleşen Bizler, σελ. 351-353), συνέταξε με σκοπό να τις απορρίψει η ελληνική πλευρά, όπερ και εγένετο. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ο στόχος τακτικής της τουρκικής πλευράς είναι να εξαγοράσει χρόνο προκειμένου να προχωρήσει σε υλοποίηση και νομιμοποίηση στρατηγικών τετελεσμένων.
Η Διάσκεψη της Γενεύης του 1974 ήταν το πρώτο διπλωματικό τεστ της τουρκικής στρατηγικής στο Κυπριακό μετά την εισβολή, η οποία στηρίχθηκε και στηρίζεται στο μοντέλο της αδιάλλακτης προσαρμογής (intransigent adaptation). Η στρατηγική νίκη της Τουρκίας, που συνετελέσθη με την εισβολή καθώς επίσης και η εμφανής στρατηγική αδυναμία στην οποία ευρέθη η ελληνική πλευρά μετά το 1974, ευνόησαν σημαντικά την Τουρκία να εφαρμόσει αυτό το πρότυπο προσαρμογής.
Μετά το 1974, η Τουρκία προσπάθησε να μετατρέψει τον στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, και πιο ειδικά εκεί όπου υπήρχε σύγκρουση ελληνοτουρκικών συμφερόντων, έτσι ώστε να είναι σύμφωνο με τις ανάγκες των στρατηγικών της στόχων. Δηλαδή, η Τουρκία δεν έδειξε ότι θα μετέβαλλε την πολιτική της στο Κυπριακό από τη στιγμή που «έστειλε την Αϊσέ διακοπές» εξαιτίας των αιτημάτων που προέρχονται από το διεθνές περιβάλλον και τον ΟΗΕ. Αυτό ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, ως η συμμαχική υπερδύναμη της Τουρκίας, θεωρούσαν και ότι η Άγκυρα αποτελούσε την πιο σημαντική εγγύηση για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και, ως εκ τούτου, θα πρέπει και αυτές να υποστηρίζουν τις γεωστρατηγικές της αξιώσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυξημένης αυτοπεποίθησης που έδωσε η υποστήριξη των ΗΠΑ καθώς επίσης και η γεωπολιτική νίκη του 1974, οι διαμορφωτές των αποφάσεων της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό πιστεύουν ότι συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος εντός του οποίου στο τέλος θα πρέπει να είναι νικητές.
Συγκεκριμένα, η Τουρκία στη Διάσκεψη της Γενεύης του 1974 έθεσε τις βάσεις στη λογική του στρατηγικού καταναγκασμού την οποία ακολουθεί συστηματικά μέχρι σήμερα και η οποία στηρίζεται σε τρεις βασικούς άξονες:
α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα στη βάση του πληθυσμιακού και γεωγραφικού διαχωρισμού (π.χ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ), β) αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (π.χ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα κατά τη νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας), και γ) εξαναγκάζει την Κυπριακή Δημοκρατία σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου όπως έκανε με τον Αττίλα ΙΙ και αργότερα στην κρίση στο θέμα των S-300, καταφέρνοντας να επιβάλει τη βούλησή της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας και όπως επιδιώκει σήμερα με τη ματαίωση του ενεργειακού προγράμματος ενός ανεξάρτητου κράτους.
Τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα που επέφερε στην Τουρκία η νίκη της το 1974 προστατεύθησαν από την Άγκυρα μέσω του στρατηγικού καταναγκασμού. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές (το 1974 στον Κάλλαχαν, το 2019 στον ΟΗΕ) ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα που επέφερε το 1974. Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού, έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή τη μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε σαν συνέπεια η ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά στις τουρκικές θέσεις. Συνεπώς, ενόσω η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να διώξει την Αϊσέ που κατασκήνωσε από το 1974 στην Κύπρο, η Γενεύη και η κάθε Γενεύη θα στοιχειώνουν εφιαλτικά το φάντασμά της και θα υπομιμνήσκουν τη στρατηγική χρεοκοπία και τη μιζέρια της ελληνικής πολιτικής στο Κυπριακό.
*«Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές» ήταν το τουρκικό κωδικό σήμα για την έναρξη της επιχείρησης Αττίλας ΙΙ.