Ο Κουλοχέρης…

της Καρίνα Ιωαννίδου


Κάθε εμφάνισή μου «σήκωνε» μεγάλο σούσουρο στη γειτονιά. Οι μεγάλοι με κοιτούσανε με βλέμμα αδιάκριτο, μετά έσκυβαν καλύπτοντας το στόμα τους στο αυτί του διπλανού τους και σχολίαζαν συνωμοτικά το περίεργο θέαμα, οι μικροί τέντωναν τον δείκτη του χεριού τους,  με έδειχναν με το δάκτυλο και φώναζαν δυνατά: «Ο κουλοχέρης! Ο κουλοχέρης!», ενώ τα νήπια, στο άκουσμα και μόνον «κουλοχέρης», έτρεχαν να κρυφτούνε πίσω από τη φούστα της μάνας τους.

Ο παραλληλισμός μιας ανθρώπινης ζωής με ένα μηχάνημα, είναι ταπεινωτικός για όποιον τον βιώνει. Πώς με τόση ελαφράδα και σκληρότητα με εξίσωναν με ένα άψυχο αντικείμενο «τύχης»; Πώς μία κακοτυχία αποδομεί την προηγούμενη ζωή μου και με κάνει τσίρκουλο σε έναν κόσμο τυχερών και άτυχων «παιγνίων»; Πώς η ανώμαλη μετάβασή μου από την απλή, συνηθισμένη μου ζωή με μεταμορφώνει σε φρικιό; Πως οι προκαταλήψεις  με  δαιμονοποιούν περισσότερο από  ένα παιχνίδι; Έχω «παίξει» το «παιχνίδι της τύχης», εκατοντάδες φορές, στη Ζωή, και μπορώ να πω με σιγουριά πως το δικό μου ήταν «σημαδεμένο»… Από τα «μπατζάκια» μου, δεν έρεαν μάρκες νίκης αλλά μικρά κέρματα που όλα μαζί αθροιστικά δεν κάνανε ένα χαρτονόμισμα…

Ψάρευα κανονικά και με το Νόμο από τη στεριά όταν κάποιος άγνωστος με πλεύρισε και προσπάθησε να ψαρέψει δίπλα μου με δυναμίτη.  Ο δυναμίτης του έσκασε μπροστά μου τραυματίζοντας με στο στέρνο, τα χέρια  και το πρόσωπο. Αν και έχανα πολύ αίμα δεν έχασα τις αισθήσεις μου και πρόλαβα να δω τον δράστη να εξαφανίζεται. Μεταφέρθηκα από τους περαστικούς σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο όπου μου ακρωτηρίασαν το χέρι στο ύψος του βραχίονα. Το πόρισμα έλεγε: «Ακρωτηριασμός από ατύχημα υπό άγνωστες συνθήκες». Σιγή  για τον αίτιο του περιστατικού. Σιγή για την ταυτότητα του δράστη.  Τουλάχιστον από την έρευνα που διενεργήθηκε δεν προέκυψε παράνομη αλιεία από μέρους μου γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Θα ήμουνα και «κουλός» και «δαρμένος» από το Νόμο… Ζήτω την «τύχη» μου, δηλαδή!

Όλα, μου  πήγαιναν στραβά, αλλά το πάλευα παλληκαρήσια. Εκείνο, όμως, που δεν πάλευα ήταν ο φόβος και ο τρόμος που προκαλούσα στα μικρά παιδιά: «Φάε όλο το φαΐ σου γιατί θα έρθει ο κουλοχέρης»,  «Κοιμήσου μην έρθει  ο κουλοχέρης» έλεγαν οι μανάδες στα παιδιά τους κι εκείνα χοροπηδούσαν από τρόμο όταν με συναντούσαν στο δρόμο τους.  Όλα εκτός από ένα μικρό κορίτσι που πάντα μου χαμογελούσε, με χαιρετούσε με ευγένεια και με αποκαλούσε «κύριε Τάκη». Μύριζε τόσο όμορφα σαν ανθισμένη πορτοκαλιά. Εκείνο το κοριτσίστικο άρωμα μου ξυπνούσε συναισθήματα και το επανάφερα στη μνήμη μου κάθε φορά που ο πόνος, η μοναξιά, η σιωπή σκέπαζαν τον μικρόκοσμό μου. Μου έδιναν κουράγιο, ελπίδα.

Κάποτε αγαπούσα μια κοπελιά. Κι εκείνη το ίδιο. Χωριστήκαμε βίαια όταν οι δικοί της φύγανε στο εξωτερική και την πήραν μαζί τους. Ήταν μικρή ακόμα. Αλληλογραφούσαμε για καιρό μετά χαθήκαμε. Με θυμόταν νεαρό, γαλανομάτη και παλληκάρι. Προσπάθησε να επικοινωνήσει ξανά μαζί μου μετά από χρόνια αλλά δεν ανταποκρίθηκα. Άλλαξα διεύθυνση, άλλαξα ζωή, χάθηκα από τα παλιά μας λημέρια.  Δεν ήθελα να δει πως δεν είχα καταφέρει να φτιάξω τίποτα στη ζωή μου από όσα ονειρευόμουνα, ονειρευόμασταν. Δεν είχα τίποτα να της προσφέρω παρά μόνον την «τσαλακωμένη» μου αξιοπρέπεια…

Ήμουν βυθισμένος σε «μαύρα σκοτάδια» όταν χτύπησε η πόρτα. Πήγα να ανοίξω απρόθυμα. Δεν μου άρεσαν οι επισκέψεις. Άνοιξα. Μπροστά μου εμφανίστηκε μια γυναίκα ψηλή, εύσωμη. Τσιγγάνα ήτανε, ντυμένη μ’ ένα εμπριμέ κλαρωτό τσαλακωμένο σε πολλά σημεία φουστάνι. Είχε δυο μάτια κάρβουνα που αλληθώριζαν κάτω από τα σμιχτά της φρύδια. Τα μαλλιά της γκρίζα κι ατημέλητα ήταν πιασμένα σε ένα κότσο ψηλά που ξεπετάγονταν πάνω από το κεφάλι της σαν κούκος.

– Να σε πω τη μοίρα σου, να σε πω το ριζικό σου;

Μου είπε με μια βραχνή φωνή που έσταζε ακόμα πηχτή νικοτίνη…

-Δεν θέλω να το ξέρω. Ευχαριστώ.

– Τόσο νέος και τόσο απελπισμένος! Εγώ θα σε αλλάξω το μέλλον σου, σε λέω. Όλα θα αλλάξουν στη ζωή σου, εγγυημένα πράματα, σε λέω.

-Όχι, ευχαριστώ…

-Πώς το έχασες το χέρι σου; Έλα δώσε με την παλάμη σου και μη φοβάσαι (Με πρόσταξε.)

Ασυναίσθητα άπλωσα την παλάμη μου κι άγγιξα τη δική της. Το δέρμα της παλάμης της ήταν τραχύ, τα νύχια της μακριά, το βυσσινί βερνίκι τους ξεφλουδισμένο.  Άρχισε να μουρμουράει κάτι ακατάληπτα κι η παλάμη μου ξαφνικά άρχισε να θερμαίνεται, να ζεματάει… Ένιωσα ένα κάψιμο και τράβηξα απότομα το χέρι μου…

-Δεν έχω όρεξη για τέτοια…

-Καλά, μάτια μου, μα σε παρακαλώ φέρε με ένα νερό. Ξεράθηκε ο στόμας μου.

Τη λυπήθηκα. Πήγα προς την κουζίνα να της φέρω ένα ποτήρι νερό. Θα έκανα δεν θα έκανα ένα λεπτό -να ξεπλύνω το καλό μου ποτήρι, να το γεμίσω νερό  της βρύσης, να της το πάω μέχρι την πόρτα- Τόσο χρειάστηκε κι εκείνη. Όταν γύρισα δεν ήταν εκεί και το πορτοφόλι μου είχε κάνει φτερά από την τσέπη του καλού παντελονιού μου που είχα απλωμένο στην καρέκλα. Έμεινα ακίνητος να κοιτάω το κενό απέναντί μου. Θόλωσα. Έκλεισα την πόρτα κι έπεσα κάτω στο πάτωμα. Έκλαψα σαν μικρό παιδί. Όλα και όλοι συνωμοτούσαν να με καταστρέψουν…  Είχα σχοινί για θηλιά και σαπούνι για να γλιστράει το σχοινί αλλά με ένα χέρι, πώς;

Το νέο κυκλοφόρησε αμέσως στη γειτονιά. Ξάφρισε κι άλλα σπίτια αλλά κανένα τόσο φτωχικό σαν το δικό μου. Τέλειωνε ο κακός μου ο Χρόνος και σε λίγες μέρες θα ερχότανε ένας άλλος, που προμηνύονταν ακόμα χειρότερος.

Κοιμήθηκα ανήσυχα εκείνο το βράδυ. Ξύπνησα όταν άκουσα κάτι να μου  «γρατζουνάει» την πόρτα. «Η γάτα θα είναι», σκέφτηκα. « Ήρθε για τον μποναμά της». Πάντα της κρατούσα μικρά ψαράκια για κολατσιό. Πήγα να ανοίξω την πόρτα. Κανείς! Η πόρτα, δε, είχε φρακάρει. Κάτι είχε κολλήσει από κάτω. Το τράβηξα, το σήκωσα. Ήταν ένας φάκελος! Μύριζε πορτοκάλι, μανταρίνι και βανίλια. Τον έφερα πιο κοντά στη μύτη μου. Μετά τον άνοιξα! Μέσα είχε ένα ολόκληρο χιλιάρικο. Το γύρισα από εδώ το γύρισα από εκεί, το κράτησα ψηλά κοντά στο φως. Ήτανε γνήσιο με την ιριδίζουσα  λωρίδα στη μέση. Βγήκα ξανά προς τα έξω. Κανείς! Γύρισα μέσα κάθισα κάτω κι άρχισα να τσιμπιέμαι μην είναι όνειρο!

Περίμενα όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα διπλωμένος στα δύο πάνω στο «κουτσό» σιδερένιο κρεββάτι μου μήπως εμφανιστεί κάποιος και μου το ζητήσει πίσω. Καθώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο αποδέχτηκα πως ήτανε «δώρο» εκ Θεού κι ησύχασα.  Με αυτό το χιλιάρικο γέμισα την παγωνιέρα μου τρόφιμα, αγόρασα ένα μεταχειρισμένο παλτό κι  ένα πρωτοχρονιάτικο λαχείο από έναν πλανόδιο πωλητή. Δε θυμάμαι πόσα χρόνια είχα να νιώσω Άνθρωπος!

Ξημέρωσε Πρωτοχρονιά! Βγήκα πρωί πρωί έξω να ανασάνω στο δροσερό αέρα αλλά κυρίως για να μην συναντήσω κανέναν  γείτονα -γιατί το είχανε γρουσουζιά να με δουν πρώτη του χρόνου -. Σταμάτησα στο περίπτερο. Αγόρασα ένα πακέτο τσιγάρα και μια εφημερίδα. Γύρισα σπίτι, έφτιαξα έναν μερακλίδικο ελληνικό καφέ στο μπρίκι κι άναψα τσιγάρο. Άρχισα να ρουφάω με ευχαρίστηση μια τον καφέ μια το τσιγάρο αλλά μετά καθώς πήγα να ανοίξω την εφημερίδα σαν κάτι να με ταρακούνησε από μέσα μου, να σκούντησε το φλιτζάνι κι ο καφές χύθηκε όλος επάνω στην εφημερίδα ακριβώς στο σημείο που αναγράφονταν οι λαχνοί που κέρδιζαν το κρατικό λαχείο. Θυμήθηκα το λαχείο μου, το έβγαλα από την τσέπη μου και διέτρεξα γρήγορα όλο τον πίνακα. Μετά έκανα ξανά και ξανά το ίδιο. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Το λαχείο μου κέρδιζε ένα καλό ποσό για πολλούς, ένα αστρονομικό ποσό για τα δικά μου μέτρα και σταθμά.

Με αυτό το «χιλιάρικο» αγόρασα δικό μου σπίτι, το επίπλωσα, αγόρασα καινούρια ρούχα, και βγήκα καμαρωτός καμαρωτός την πρώτη μου βόλτα στην καινούρια μου γειτονιά. Εκεί την είδα! Αυτή ήτανε! Κοντοσταθήκαμε. Μου έτεινε το χέρι. Της έτεινα το άλλο χέρι. Πρόσεξε την αναπηρία μου. Μου χαμογέλασε με ζεστασιά. Μιλήσαμε. Ήταν ακόμη μόνη. Παντρευτήκαμε. Φτιάξαμε τη ζωή που κάποτε ονειρευτήκαμε. Αποκτήσαμε κι ένα κοριτσάκι και δεν ξέρω αν είναι η ιδέα μου αλλά κάθε φορά που μου χαμογελούσε μου θύμιζε το κοριτσάκι της παλιάς γειτονιάς μου που παρόλο το μικρό της ηλικίας του είχε αντιληφθεί αυτό που δεν καταλάβαιναν οι μεγάλοι. Οι  ψυχές όλων των ανθρώπων είναι ίδιες και θέλουν αγάπη  περισσότερο κι από υλικά αγαθά για να ζήσουν.

… Ποτέ δεν έμαθα ποιος ήταν ο ευεργέτης μου… Ωστόσο, από εκείνη τη νέα χρονιά που έμαθα να αγαπώ τη μέρα και να μην κρύβομαι πια στο σκοτάδι εκείνο το βελούδινο κοριτσίστικο άρωμα  επανέρχονταν στη μνήμη μου, ξεθωριασμένο πια από το χρόνο, αλλά πάντα τα ίχνη του μου ξυπνούσαν συναισθήματα …


Τα άρθρα και τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Ακολουθήστε τις ειδήσεις του speaknews.gr στο Google News πατώντας εδώ

Προηγούμενο άρθροΑνδρέας Μαυρογιάννης “Πρέπει να κερδίσουμε την τουρκοκυπριακή κοινότητα και να την φέρουμε πιο κοντά με την ελληνοκυπριακή”
Επόμενο άρθροΤα επικίνδυνα απόβλητα προβληματίζουν την ΕΕ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ